Εδώ και λίγους μήνες (από τον Νοέμβριο του 2021) το ιστορικό μυθιστόρημα «54 ημέρες. Η πολιορκία και η Άλωση της Κωνσταντινούπολης» (από τις εκδόσεις Κέδρος), έχει ξεκινήσει το ταξίδι του στη λογοτεχνική θάλασσα, ρίχνοντας τους προβολείς τους πάνω στο τεράστιας σημασίας γεγονός της Άλωσης το 1453 και φωτίζοντας άγνωστες πτυχές εκείνης της περιόδου.
Με όπλο τη λογοτεχνική γραφή και εργαλείο το λιτό, απέριττο και μοναδικά άμεσο συγγραφικό του ύφος, ο Βασίλης Τσιάμης ταξιδεύει τον αναγνώστη στην Κωνσταντινούπολη του 15ου αιώνα, λίγο πριν μπει σε αυτή θριαμβευτής και πορθητής ο σουλτάνος Μεχμέτ. Οι ήρωες του βιβλίου, άλλοι φανταστικοί και άλλοι πέρα για πέρα αληθινοί, άγονται και φέρονται από τα πάθη, τα μίση, τις αδυναμίες τους, αλλά και την απαράμιλλη αίσθηση του καθήκοντος που τους διακατέχει.
Πώς εάλω η Πόλις; Γιατί βρέθηκαν μόλις 4.983 υπερασπιστές για τη σπουδαιότερη πόλη ανά τους αιώνες; Γιατί ο τελευταίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος – Δραγάσης επέλεξε τον δρόμο της αυτοθυσίας, σε μια μάχη εξαρχής χαμένη; Γιατί οι μισητοί για τους ορθόδοξους Λατίνοι ήταν αυτοί που όρθωσαν το ανάστημά τους και χάρισαν τη ζωή τους στα τείχη της Πόλης-σύμβολο της χριστιανοσύνης;
Ο συγγραφέας Βασίλης Τσιάμης μιλά στο CalendArt για το βιβλίο του, τις δυσκολίες που αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει σε αυτό το λογοτεχνικό του ταξίδι, αλλά εκμυστηρεύεται και τη δική του οπτική απέναντι στην Τέχνη της Λογοτεχνίας. Μια τέχνη που, όπως λέει ο ίδιος, δεν θα πεθάνει ποτέ, αφού «όσο υπάρχουν άνθρωποι θα γράφονται αριστουργήματα».

Αναλυτικά η συνέντευξη του Βασίλη Τσιάμη:
Οι «54 ημέρες – Η πολιορκία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης» είναι το πρώτο σας μυθιστόρημα. Ποιο ήταν το ερέθισμα που σας ώθησε να γράψετε το βιβλίο και να φωτίσετε την περίοδο της Άλωσης;
Ερεθίσματα, πολλά και πολυποίκιλα. Μέσα στη διάρκεια του χρόνου, από την εποχή του Γυμνασίου κιόλας, από ένα άρθρο σε εφημερίδα, ένα βιβλίο, μέχρι μιαν εκπομπή στην τηλεόραση. Κυρίως, τα ερωτηματικά που συνοδεύουν την Άλωση και ήθελα να τα απαντήσω πρωτίστως μέσα μου.
Ποιος ήταν ο στόχος σας, τι θέλατε να πετύχετε με τη συγγραφή του εν λόγω βιβλίου;
Στόχος ήταν απλώς μέσα από τη λογοτεχνία να γράψω ένα βιβλίο που αποκαθιστά όσους έκαναν το καθήκον τους και εξ αντανακλάσεως να αναδείξω εκείνους που δεν το έκαναν. Θέμα οπτικής. Η λογοτεχνία με «προστάτεψε» από ένα στεγνό επιστημονικό πλαίσιο.
Πόσο δύσκολο ήταν για σας να εντρυφήσετε στην Άλωση, με τα υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία και τις καταγραφές, ώστε να δώσετε μια τόσο πιστή περιγραφή του κλίματος και των γεγονότων;
Πάρα πολύ δύσκολο. Βήμα βήμα, ανάγνωσμα το ανάγνωσμα και εμπιστοσύνη στα βασικά της ιστοριογραφίας. Αν και λογοτεχνικό το βιβλίο, εντούτοις η ιστορική πιστότητα είναι μεγάλη κι ακριβής, διότι εμπιστεύτηκα ότι είναι παραδεκτό από όλους τους σοβαρούς ιστορικούς. Απέφυγα, ει δυνατόν, εικασίες και σενάρια.
Τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε κατά τη συγγραφή του βιβλίου και πώς τις ξεπεράσατε;
Το γνωστό σε όλους τέλος. Είναι δύσκολο να βρεις ανατροπές και να κρατήσεις την αγωνία στα ύψη όταν όλα είναι γνωστά εκ των προτέρων. Μια μεγάλη δυσκολία ήταν επίσης να αποτυπώσω τα ιστορικά πρόσωπα, τους πρωταγωνιστές. Ένιωθα πως έπρεπε να κρατήσω αποστάσεις και να τους παρουσιάσω όπως είναι, χωρίς φληναφήματα, υπεραπλουστεύσεις, συμπάθειες ή αντιπάθειες. Σαν ήρωες μυθιστορήματος. Με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους.
Τι είναι αυτό που σας γοητεύει σε εκείνη την περίοδο; Τι συναισθήματα θα θέλατε να γεννηθούν στον αναγνώστη διαβάζοντας το βιβλίο σας;
Ότι υπέροχοι άνθρωποι ζουν πάντοτε και σε κάθε εποχή και πως οι υπέροχοι άνθρωποι, ανεξαρτήτως καταγωγής ή καταβολών, πεθαίνουν για τα ιδανικά τους και σε ό,τι πιστεύουν. Από τη μετα-νεωτερικότητα και μετά ο Άνθρωπος κινείται σε άλλα σύμπαντα, με άλλες αρχές και με άλλες προοπτικές. Δεν θα πάψουν όμως ποτέ να υπάρχουν άνθρωποι που απλώς θα κάνουν το καθήκον τους. Κι αυτό, νομίζω, είναι αρκετό. Όπως θα υπάρχουν, βέβαια, κι εκείνοι που θα κοιτούν πάντα να επωφεληθούν από την επικείμενη καταστροφή.
Διαβάζοντας το μυθιστόρημα, ο αναγνώστης νιώθει σαν να βρίσκεται ο ίδιος στην Κωνσταντινούπολη και να περπατά στους δρόμους και τα σοκάκια της. Πώς καταφέρατε να αποτυπώσετε έναν τόσο ακριβή χάρτη της Πόλης;
Πιστός σύντροφος το βιβλίο του Πέτερ Σράινερ, «Κωνσταντινούπολη, Ιστορία και Αρχαιολογία» των εκδόσεων ΜΙΕΤ, στις ατελείωτες πεζοπορίες στη σύγχρονη Ιστάνμπουλ. Παρεμπιπτόντως, Ιστάνμπουλ σημαίνει «Εις την Πόλιν», είναι το ίδιο πράμα, και κάποιοι φανατικοί ή από άγνοια και από τις δυο μεριές θίγονται όταν ακούνε τη μία ονομασία, θεωρώντας ότι εκείνος που το προφέρει εκφράζει κάποιου είδους προδοσία. Κρίμα. Κρίμα για τη θηριώδη άγνοια. Σημειωτέον, αν και με πολλά προβλήματα, η Ιστάνμπουλ ή Κωνσταντινούπολη (είπαμε, είναι το ίδιο πράμα) παραμένει η Πόλη των Πόλεων. Αγαπημένη πολύ.
Οι «54 ημέρες» είναι το πρώτο σας μυθιστόρημα, αλλά όχι το πρώτο σας βιβλίο. Μιλήστε μας για εκείνο το εγχείρημά σας.
Ήταν μιαν εργασία ως ανεξάρτητος δημοσιογράφος γύρω από το άθλημα της χειροπάλης και της 30ετούς πορείας του, από την εποχή που για πρώτη φορά το έφερε στην Ελλάδα ο αείμνηστος αθλητικογράφος Ηλίας Μπαζίνας. Με συνεντεύξεις, παρουσιάσεις αθλητών και προπονητικές μεθόδους κατάλληλες για αυτό το άθλημα. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό δυναμικό σπορ με πεισματάρηδες αθλητές και με μεγάλη αγάπη για αυτό που κάνουν. Έχω απομακρυνθεί πλέον εδώ και χρόνια από το χώρο. Τέλος, η Ιστορίας της ελληνικής χειροπάλης, όπως ήταν ο τίτλος, ήταν αυτοέκδοση.
Πόσο δύσκολο είναι για έναν νέο συγγραφέα να κάνει τα πρώτα του βήματα στη λογοτεχνία εν μέσω πολυδιάστατης κρίσης στην κοινωνία και την οικονομία;
Είναι σαν να βρίσκεται ανάμεσα σε μυλόπετρες. Κι ακόμη χειρότερα. Δεν υπάρχει κανένα έλεος για τον πρωτοεμφανιζόμενο. Και δεν το εξετάζω αν είναι καλό ή κακό. Έτσι έχουν τα πράματα. Δικαιολογώ κι εκείνους που θα κάνουν τα πάντα, ή εν πάση περιπτώσει ό,τι μπορούν προκειμένου να βοηθήσουν το πόνημά τους. Κάπως έτσι δεν γίνεται παντού; Προσωπικά, δεν συμμετέχω και δεν με ενδιαφέρει. Είμαι αρκετά μεγάλος για να νοιάζομαι για τέτοια.

Ποιοι Έλληνες και ξένοι συγγραφείς αποτέλεσαν έμπνευση για εσάς; Ποια είναι τα συγγράμματα που σας σημάδεψαν;
Α, ωραία ερώτηση. Αν μου την κάνατε κάθε μέρα, θα παίρνατε κάθε φορά και διαφορετικές απαντήσεις. Εκτιμώ ότι το αυτό ισχύει και για εσάς και για τον καθένα που αγαπάει το διάβασμα. Αμέσως αμέσως, θα έλεγα τους «Αθλίους» του Βίκτωρος Ουγκώ. Πρέπει, όταν τα πράματα σκουραίνουν, να ξαναγυρνάμε στους Κλασικούς. Οι «Άθλιοι» είναι υποχρεωτικό ανάγνωσμα. Περιγράφει με απλό αλλά επικό τρόπο το καλό και το κακό. Το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» του Σελίν με συγκλόνισε. Αυτό το βιβλίο σε στιγματίζει σχεδόν.
«Ο ηλίθιος» του Ντοστογιέφσκι, η προσωποποίηση του Καλού. Οι «ιστορίες του Καντέρμπερυ» του Τζέφρυ Τσώσερ. «Το Μαγικό Βουνό» του Τόμας Μαν. «Ο Φρανκενστάιν» της Μαίρης Σέλλεϋ. Ο «Στόουνερ» και τόσα άλλα, είναι τόσο δύσκολη η επιλογή. Τόσα και τόσα. Ο χρόνος δεν φτάνει. Αριστουργήματα υπάρχουν και θα γράφονται όσο υπάρχουν άνθρωποι. Διαβάζω τα πάντα από ξένους. Έλληνες, όσον αφορά τους Έλληνες, ανάμεσα σε τόσους άλλους, πρέπει να σταθεί κανείς στο έργο του Διονύσου Σολωμού και του Κωνσταντίνου Καβάφη. Ανεξάντλητοι. Όσο περνάνε τα χρόνια γίνονται και πιο επίκαιροι.
Τι σημαίνει για εσάς λογοτεχνία και λογοτεχνικό έργο;
Με τα λόγια του Χόακιν Φοντ, που έδωσε το όνομά του στην ομώνυμη γραμματοσειρά: «Υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν βαριέσαι. Αφθονεί. Υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν είσαι ήρεμος. Αυτή είναι η καλύτερη λογοτεχνία, νομίζω εγώ. Υπάρχει επίσης μια λογοτεχνία για όταν είσαι θλιμμένος. Και υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν είσαι χαρούμενος. Υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν διψάς για γνώση. Και υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν είσαι απελπισμένος.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, έναν μέσο αναγνώστη, έναν τύπο ήρεμο, καλλιεργημένο, με μια ζωή πάνω κάτω υγιή, ώριμο. Έναν άνθρωπο που αγοράζει βιβλία και λογοτεχνικά περιοδικά. Ιδού, λοιπόν. Αυτός ο άνθρωπος μπορεί να διαβάσει εκείνο που γράφεται για όταν είσαι γαλήνιος, για όταν είσαι ήρεμος, αλλά μπορεί να διαβάσει και οποιοδήποτε άλλο είδος λογοτεχνίας, με κριτικό μάτι, χωρίς κάποια παράλογη ή αξιοθρήνητη συνενοχή, με ψυχραιμία. Αυτό πιστεύω εγώ. Δεν θέλω να προσβάλω κανέναν.
Ας πάρουμε τώρα τον απελπισμένο αναγνώστη, εκείνον στον οποίο υποτίθεται ότι απευθύνεται η λογοτεχνία των απελπισμένων. Τι βλέπετε σε αυτή την περίπτωση; Πρώτον: πρόκειται για αναγνώστη έφηβο ή για έναν ανώριμο ενήλικα, φοβισμένο, με τα νεύρα του εντελώς τεντωμένα. Πρόκειται για τον τυπικό μαλάκα που αυτοκτονεί όταν διαβάσει τον Βέρθερο. Δεύτερον: πρόκειται για έναν αναγνώστη με όρια. Γιατί με όρια; Στοιχειώδες, διότι δεν μπορεί να διαβάσει παρά λογοτεχνία απελπισμένη ή για απελπισμένους, που είναι το ίδιο πράγμα, ένας τύπος ανίκανος να διαβάσει μονορούφι το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο για παράδειγμα, ή Το μαγικό βουνό (το οποίο κατά την ταπεινή μου γνώμη είναι παράδειγμα της ήρεμης, γαλήνιας, πλήρους λογοτεχνίας) ή τους Άθλιους ή το Πόλεμος και ειρήνη.
Ακόμα περισσότερο: οι απελπισμένοι αναγνώστες είναι σαν τα χρυσωρυχεία της Καλιφόρνιας. Εξαντλούνται μάλλον σύντομα παρά αργά. Γιατί; Μα είναι προφανές! Κανείς δεν μπορεί να ζήσει ολόκληρη τη ζωή του απελπισμένος, το σώμα καταλήγει να λυγίσει, η οδύνη καταλήγει να γίνει ανυπόφορη, η διαύγεια ξεπηδάει και χάνεται σε μεγάλους ψυχρούς πίδακες. Ο απελπισμένος αναγνώστης (ακόμα περισσότερο ο απελπισμένος αναγνώστης ποίησης, αυτός είναι ανυπόφορος, πιστέψτε με) καταλήγει να διακόπτει τη σχέση του με τα βιβλία, καταλήγει αναπόφευκτα να μετατρέπεται σε σκέτο απελπισμένο. Ή θεραπεύεται! Και τότε, ως μέρος της διαδικασίας της αναγέννησής του, επιστρέφει αργά, σαν μέσα στα πούπουλα, σαν κάτω από μια βροχή από διαλυμένα ηρεμιστικά χάπια, επιστρέφει σε μια λογοτεχνία γραμμένη για αναγνώστες γαλήνιους, κατασταλαγμένους, με το μυαλό μέσα στο κεφάλι του.
Αυτό αποκαλείται (και αν κανείς δεν το αποκαλεί έτσι, το αποκαλώ εγώ έτσι) μετάβαση από την εφηβεία στην ενήλικη ζωή. Και με αυτό δεν εννοώ ότι όταν κανείς έχει μετατραπεί σε ήρεμο αναγνώστη δεν διαβάζει πια βιβλία γραμμένα για απελπισμένους. Προφανώς και διαβάζει! Πάνω απ’ όλα αν είναι καλά ή υποφερτά ή αν του τα έχει συστήσει κανένας φίλος. Κατά βάθος όμως τα βαριέται! Κατά βάθος αυτή η πικραμένη λογοτεχνία, γεμάτη ατσάλινα όπλα και απαγχονισμένους Μεσσίες, δεν καταφέρνει να διεισδύσει μέσα του και να φτάσει στην καρδιά του όπως όντως καταφέρνει μια σελίδα γαλήνια, μια σελίδα που είναι προϊόν στοχασμού, μια σελίδα τεχνικά τέλεια!
Μην εξαντλείτε τη φλέβα! Ταπεινοφροσύνη! Αναζητήστε, χαθείτε σε άγνωστους τόπους! Αλλά με μίτο, με ψίχουλα ψωμιού ή με λευκά βοτσαλάκια!».