Όταν τις προάλλες ο χρόνος μου με την σειρά «The Last of Us» έφτανε προς το τέλος του, καθώς έβλεπα το 9ο και τελευταίο επεισόδιο της πρώτης σεζόν, ένιωσα ανεπαίσθητα μια ανυπέρβλητη ανακούφιση. Ναι, υπάρχει (gaming) θεός και μας έδωσε μια μεταφορά βιντεοπαιχνιδιού που «πέταξε» από πάνω της ανούσιες καλλιτεχνικές ελευθερίες ή ξεπερασμένα κλισέ και εντρύφησε σε μια φιλοσοφία που απηχεί σε οποιονδήποτε εκτιμά ένα καλό στόρι και μια δυνατή δραματουργία, όσο εξοικειωμένος-η και να είναι με το συγκεκριμένο φραντσάιζ.
Τι είναι ακριβώς το The Last of Us
Μιας και το έφερε η κουβέντα, για όσους δεν είναι όντως εξοικειωμένοι με την σειρά «The Last of Us», πρόκεται για την διασκευή του ομώνυμου βιντεοπαιχνιδιού που κυκλοφόρησε στο Playstation 3 το 2013, με ομάδα ανάπτυξης την Naughty Dog και εκδότρια εταιρεία την Sony. Η υπόθεση μας τοποθετεί σε ένα μετα-αποκαλυπτικό σκηνικό, με τον κόσμο να έχει καταστραφεί ολοσχερώς έπειτα από το ξέσπασμα μιας μυκητιασικής πανδημίας. Ο κεντρικός ήρωας, Τζόελ, αναλαμβάνει υπό την προστασία του ένα νεαρό κορίτσι, την Έλλι, η οποία φέρεται να έχει ανοσία στην μυκητιασική λοίμωξη και ίσως αποτελεί το κλειδί για μια θεραπεία. Το παιχνίδι θεωρείται δικαίως ένα από τα καλύτερα όλων των εποχών, με κοινό και κριτικούς να αποθεώνουν το άριστο gameplay, την δημιουργική σκηνοθεσία των Μπρους Στάνλει και Νηλ Ντρούκμαν, τις ερμηνείες των Τροι Μπέικερ και Άσλει Τζόνσον, αλλά και την μελαγχολική μουσική σύνθεση του Γκουστάβο Σανταολάλα. Να σημειωθεί πως το δεύτερο παιχνίδι με τίτλο «The Last of Us: Part II » κυκλοφόρησε το 2020.

Η κίνηση ματ του HBO
Δεν είναι και κανα μυστικό πως η σειρά είχε να αντιμετωπίσει πολλά εμπόδια και να ικανοποιήσει πολλές προσδοκίες. Για να λέμε του λόγου τω αληθές η… προϊστορία που έχουν οι διασκευές βιντεοπαιχνιδιών δεν είναι και η πιο κολακευτική, ειδικά στον τομέα του σινεμά. Αυτός ίσως να ήταν και ένας παράγοντας που ώθησε το «The Last of Us» να ακολουθήσει ένα φορμάτ κύκλου επεισοδίων. Θα ήταν άδικο αυτό το προσεγμένο σύμπαν, η χημεία και ο δυναμισμός του πρωταγωνιστικού διδύμου Τζόελ και Έλλι, αλλά και οι γενικότερες σεναριακές αρετές που έχει το παιχνίδι να αποδοθούν σε μια κινηματογραφική «ξεπέτα» που θα διαρκούσε μιάμιση, άντε το πολύ δύο ώρες.
Αυτό οδήγησε στο HBO να αποκτήσει ένα δικό του «διαμάντι» που προσέλκυσε τους τηλεθεατές και παράλληλα σέβεται το πρωτογενές υλικό στο οποίο βασίζεται. Γίναμε μάρτυρες μιας σεζόν που μεταλαμπαδεύει ευστόχως την ατμόσφαιρα ενός κόσμου παραδομένου σε μια πανδημία, όπου οι άνθρωποι ζουν με γνώμονα την στυγνή επιβίωση, την καχυποψία και τον διαρκή φόβο του θανάτου, με φευγαλέες χαραμάδες αισιοδοξίας και ελπίδας. Η δημουργία μιας κοινότητας ανθρώπων, πόσω μάλλον επιτυχημένης στη λειτουργία της, σε αυτές τις συνθήκες είναι μια πολυτέλεια με εύθραυστες ισορροπίες.
Τζόελ και Έλλι, Έλλι και Τζόελ
Παρά την όποια θεματική ποικιλομορφία χαρακτηρίζει αυτό το προαναφερθέν σύμπαν, στη σειρά το σημαντικότερο όλων είναι οι δύο πρωταγωνιστές. Αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο είναι ο Τζόελ και η Έλλι, όχι μόνο ο Τζόελ και όχι μόνο η Έλλι. Παρά τις όποιες αλληλεπιδράσεις έχουν με το περιβάλλον και παρά τους ανθρώπους που γνωρίζουν στο ταξίδι τους, είναι «καταδικασμένοι» να διασχίσουν το μονοπάτι της ιστορίας τους βασισμένοι μόνο ο ένας στον άλλον. Τα διάφορα σκέλη του παιχνιδιού και η κατ’ επέκτασιν πιστή απεικόνισή τους στη σειρά είναι εκεί για να μας υπενθυμίζουν το παραπάνω διαρκώς.

Πρέπει να αναφερθεί βέβαια σε αυτό το σημείο πως ο κύκλος επεισοδίων της πρώτης σεζόν κάνει μια δυνατή απόπειρα στο να μας συστήνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους διάφορους χαρακτήρες που παίζουν, έστω και για λίγο, καταλυτικούς ρόλους στην ανάδειξη της προσωπικότητας τόσο του Τζόελ, όσο και της Έλλι. Ήταν άλλωστε ιδιαίτερα ικανοποιητικό να βλέπεις να «ζωντανεύουν», από την κονσόλα στην τηλεόραση, η ζωή της Έλλι στο μιλιταριστικό καθεστώς της FEDRA και η σχέση της με την καλύτερη φίλη της, Ράιλι, η ζωή του Τζόελ πριν την πανδημία με την κόρη του Σάρα και οι δεσμοί του μετά την πανδημία με την Τες, τον Μπιλ, τον αδερφό του Τόμμυ αλλά και την Μαρλίν, αρχηγό της επαναστατικής οργάνωσης Fireflies. Όπως βέβαια και οι περιπέτειες των πρωταγωνιστών με διάφορα άτομα και γκρουπ που συναντούν στο ταξίδι τους σε όλη την Αμερική, από τα αδέρφια Σαμ και Χένρι μέχρι και τον Ντέιβιντ, ηγέτη μιας μυστικής αίρεσης. Είναι ένα διακριτικό παράσημο για μια σειρά που δικαιώθηκε με το στοίχημα να συνδυάσει κοινωνικοπολιτικό περιεχομένο, διαπροσωπικό δράμα και θριλερική δράση.
Δυνατές ερμηνείες
Όμως τίποτα δεν αλλάζει το γεγονός πως οι προβολείς φυσιολογικά μένουν πολύ περισσότερο στους Τζόελ και Έλλι , γεγονός που επιτρέπει στους Πέντρο Πασκάλ και Μπέλα Ράμσει να «λάμψουν» ερμηνευτικά, σε σύγκριση με τους υπόλοιπους χαρακτήρες και την παρασκηνιακή τους υπόσταση. Ομολογουμένως τόσο ο έμπειρος ηθοποιός όσο και η νεαρή συμπρωταγωνίστριά του καταβάλλουν τεράστια προσπάθεια να αποδώσουν με όση μεγαλύτερη ακρίβεια γίνεται τους χαρακτήρες τους και να επιτυγχάνουν μια ακούραστη χημεία, κάτι που οδήγησε και εμένα να αλλάξω την αρχική μου δυσφορία και δυσπιστία για την επιλογή του καστ. O Πασκάλ δεν είχε πρόβλημα να ενσαρκώσει επαρκώς τον λιγομίλητο και ψυχικά «τραυματισμένο» Τζόελ, όμως η ευχάριστη έκπληξη προήλθε από την Ράμσει, που ίσως να αποδείχθηκε και η μόνη κατάλληλη να υποδυθεί την Έλλι. Ειδικά από τη στιγμή που η 19χρονη ηθοποιός όχι μόνο προσέδωσε τον αναγκαίο πλουραλισμό που διαθέτει ο αντιδραστικός αλλά και ευαίσθητος χαρακτήρας της Έλλι, αλλά άντεξε και στα «πυρά» που δέχθηκε τόσο από σκληροπηρυνικούς φανς στη gaming κοινότητα για την ανοικειότητά της με τους τίτλους παιχνιδιών, όσο και από συντηρητικούρες για την απόφασή της να αυτοαποκαλείται non-binary.

Μην αρχίζεις τη μουρμούρα
Προσπερνώντας (επιδεικτικά) τις ανούσιες μορμούρες για το ορθό και ξεκάθαρο δικαίωμα που έχει μια 19χρονη κοπέλα να επιλέξει την σεξουαλική της ταυτότητα, η εμφανής γκρίνια από την gaming κοινότητα, που βλέπει να μην περνά εξ’ολοκλήρου το δικό της, ίσως και να είναι η πιο αβάσιμη των τελευταίων ετών. Ναι, πολλά φραντσάιζ καταστράφηκαν μέσα από την κινηματογραφική τους μεταφορά γιατί δεν ακολούθησαν το lore των παιχνιδιών ή οι συντελεστές δεν είχαν καμία εξοικείωση με το μέσο. Μήπως όμως το φορμάτ της σειράς όπως αναφέραμε πιο πάνω, να είναι πλέον… the way to go; Το «The Last of Us» το κατάφερε και το επερχόμενο God of War θα υιοθετήσει την ίδια σκέψη. Η τηλεόραση είναι ένα πιο προσοδοφόρο έδαφος για ένα παιχνίδι που, για να ξεδιπλωθεί αφηγηματικά και να παρουσιάσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ένα σύμπαν που έχουν οραματιστεί οι δημιουργοί του, απαιτεί μια ενασχόληση 7, 8, 10, ακόμα και 20 ωρών από τον παίκτη.
Επιστράτευση των παλιών
Παράλληλα, η αναπαράσταση των σκηνών από το παιχνίδι στην μικρή οθόνη δεν σημαίνει απαραίτητα και μια «ξύλινη» μεταφορά τους, με τους ηθοποιούς απλά να επαναλαμβάνουν μηχανικά τα λόγια των voice actors. Η υποκριτική ή ακόμα και η σεναριακή γραφή διαθέτουν ένα τελείως διαφορετικό πλαίσιο στο τομέα της τηλεόρασης , τη στιγμή που η τελευταία ανήκει στη βιομηχανία τους θεάματος. Οι διαφορετικές απαιτήσεις του μέσου καθιστούν επιτρεπτές κάποιες διαφοροποιήσεις στο σενάριο ή την εναλλακτική δραματοποίηση των σκηνών. Για να υπηρετήσει κάποιος ή κάποια ένα ρόλο σωστά δεν αρκεί να επιλέξει το κάστινγκ άτομα που έχουν απλά την ίδια ή παρόμοια φάτσα με τα πίξελ του παιχνιδιού για να μην ξενερώσουν κάποιοι φανς. Σημαντικός παράγοντας ούτως ή άλλως είναι πως τα κύρια στελέχη της δημιουργίας του παιχνιδιού, από το 2013, είναι παρόντα και κρατάνε ένα ιδεατό χαλινάρι για να μην αφήνουν την σειρά να ξεστρατίσει τελείως και να μετατραπεί σε ένα φθηνό τηλεοπτικό προϊόν. Ο Γκουστάβο Σανταολάλα υπογράφει και εδώ τη μουσική, ο Ντρούκμαν συνεισφέρει στο σενάριο της σειράς, ενώ όταν οι Τροι Μπέικερ και Άσλει Τζόνσον συμφωνούν να κάνουν ένα cameo στη σειρά, τότε κάτι έχει γίνει πολύ σωστά.
Είναι μια σειρά που θα συζητιέται για πολλά χρόνια; Ίσως ναι, ίσως όχι. Είναι όμως μια σειρά που έχει βάλει το «νεκρό» πεδίο των gaming διασκευών στο σωστό δρόμο;
Όταν δεν κρατιόμαστε για τη 2η σεζόν, εσείς τι λέτε;