Είναι αρκετά σύνηθες το να διαβάζουμε ένα βιβλίο και να μας «προκαλεί». Να διεγείρει τη σκέψη μας, να μας προβληματίζει με τη θεματολογία του. Τί συμβαίνει όμως όταν το ίδιο το βιβλίο και οι σελίδες του είναι η ίδια η πρόκληση; Μια λογοτεχνική δημιουργία γίνεται ένας παιχνδιάρικος γρίφος και η ανάγνωση ένα παράδοξο μυστήριο που παρακινεί το άτομο να αποκωδικοποιήσει τη κάθε σελίδα ξεχωριστά. Αυτό επιχείρησε να πετύχει αρκετά χρόνια πριν ο Mark Z. Danielewski με το- bestseller πλέον – βιβλίο του «Το Σπίτι από Φύλλα», τον αδιαφιλονίκητο εκπρόσωπο ενός αινιγματικού και εξιδεικευμένου αφηγηματικού κινήματος, την Εργοδική Λογοτεχνία.
Ο ορισμός της Εργοδικής Λογοτεχνίας
Το 1997 ο Espen J. Aarseth, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο IT της Κοπεγχάγης ανέλυσε, μέσα από το βιβλίο του Cybertext: Perspectives on Ergodic Literature, τις αρχές που διέπουν ένα κείμενο ή ένα βιβλίο, ώστε αυτά να αποτελέσουν κομμάτια εργοδικής γραφής. Ένας όρος που έχει τις ρίζες του στην ελληνική γλώσσα, καθώς η λέξη εργοδικός είναι σύνθεση των λέξεων έργον και οδός.
Μέσα από την ανάλυση του Aarseth προκύπτει πως, στο κομμάτι της εργοδικής μυθοπλασίας, μεγαλύτερη έμφαση δίνεται περισσότερο στη δομή και την παρουσίαση της αφηγηματικής ανάπτυξης και λιγότερο στην αφήγηση την ίδια. «Για να έχει νόημα η εργοδική λογοτεχνία σαν περιεχόμενο, θα πρέπει να υπάρχει και μια μη-εργοδική λογοτεχνία, όπου η προσπάθεια να μελετάς το κείμενο είναι τυπική και επιβαρύνει στο ελάχιστο τον αναγνώστη, από την κίνηση των ματιών από πάνω ως κάτω ή αριστερά προς δεξιά, ή το γύρισμα των σελιδών».

Σίγουρα ο ορισμός του καθηγητή έχει περίσσεια επιστημονική ματιά, ωστόσο με μια πιο απλοποιημένη εκδοχή αντιλαμβανόμεθα πως στην εργοδική λογοτεχνία, το κύριο συστατικό είναι η απόδοση της αφήγησης. Κάτι το οποίο μετατρέπει το βιβλίο σε έναν αντισυμβατικό κύβο του Ρούμπικ. Σε αυτό το μοντέλο αφήγησης, ο αναγνώστης καταβάλλει έξτρα προσπάθεια για να φτάσει στην επιτυχή ανάγνωση μιας σελίδας. Αυτό συμβαίνει επειδή οι παράγραφοι, η τοποθέτηση των λέξεων στη σελίδα ή ακόμα και η απουσία κλασικής δομής είναι πλαισιωμένες με τέτοιο τρόπο στο βιβλίο που δεν επιτρέπουν τον… αναγνωστικό εφυσηχασμό.
Στο δρόμο που χάραξε το «Σπίτι Από Φύλλα»
Ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της εργοδικής λογοτεχνίας είναι το βιβλίο του Mark Z. Danielewski με τίτλο «Σπίτι από Φύλλα». Ο συγγραφέας επιδόθηκε σε έναν τύπο γραφής που έφερε διχασμένα σχόλια από κριτικούς και σχεδόν απορρίφθηκε από το κοινό την εποχή που πρωτοκυκλοφόρησε.

Η υπόθεση βέβαια έχει όλα τα κατάλληλα συστατικά για μια ιστορία τρόμου :
Μια νεαρή οικογένεια μετακομίζει σ” ένα μικρό σπίτι όπου διαπιστώνει κάτι τερατώδες: το εσωτερικό του σπιτιού τους είναι μεγαλύτερο από το εξωτερικό του. Βέβαια, ούτε ο βραβευμένος με Πούλιτζερ φωτορεπόρτερ Γουίλ Νάβιντσον ούτε η σύντροφός του Κάρεν Γκρην, ήταν προετοιμασμένοι ν” αντιμετωπίσουν αυτή την παραδοξότητα, ώς την ημέρα που οι φωνές των δυο μικρών παιδιών τους άρχισαν να διηγούνται μιαν άλλη ιστορία μια ιστορία με απτό σκοτάδι, με μιαν άβυσσο που μεγαλώνει αενάως πίσω από την πόρτα μιας ντουλάπας, και για εκείνο το ανόσιο βουητό που δεν θ” αργήσει να γκρεμίσει τους τοίχους τους και να κατασπαράξει όλα τους τα όνειρα.
Αγοραφοβική σάτιρα στην ακαδημαϊκή κριτική
Σύμφωνα όμως με το συγγραφέα, όπως δήλωσε σε μια συνέντευξή του : «Μια γυναίκα κάποτε με πλησίασε και μου είπε πως όταν τελείωσε το βιβλίο, αντιλήφθηκε πως πρόκειται για μια ιστορία αγάπης». Ο ίδιος δεν έχει αποδεχθεί τη στείρα κατηγοριοποίηση των λογοτεχνικών ειδών, τονίζοντας πως η δημιουργία του μπορεί να εκληφθεί και ως μια σάτιρα στην ακαδημαική κριτική.

Αυτό όμως που προκαλεί μεγαλύτερη εντύπωση στο μάτι μας, όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι η αφήγηση η ίδια, όσο το πως την αποδίσει στο βιβλίο του ο Danielewski. Μισογραμμένες σελίδες, υποσημειώσεις μέσα σε υποσημειώσεις, προτάσεις τοποθετημένες διαγώνια σε μια σελίδα, ακόμα και ολόκληρες σελίδες με μόλις… πέντε γράμματα συνθέτουν μια γραφή που ανάγεται σε μια μεταφυσική εμπειρία που ενδέχεται να προκαλέσει αγοραφοβικά και κλειστοφοβικά συναισθήματα στον αναγνώστη.

Όπως συμβαίνει συνήθως, το βιβλίο εκτιμήθηκε αρκετά χρόνια αργότερα από την κυκλοφορία του, στις 7 Μαρτίου του 2000. Την αρχική δυσαρέσκεια για το δυσανάγνωστο βιβλίο διαδέχθηκε μια εισροή πιστών-αρχικά περιθωριακών- οπάδών που είδαν απίστευτες προοπτικές σε αυτή τη λογοτεχνική δημιουργία. Ωστόσο κάποια στιγμή έφτασε και στις παλαιότερες γενιές που έδωσαν μια δεύτερη ευκαιρία στο «Σπίτι από Φύλλα». Πλέον το βιβλίο είναι εξαιρετικά σπάνιο, με την τιμή του στους κύκλους μεταχειρισμένων βιβλίων να φτάνει ακόμα και τα 2000 ευρώ!


Άλλα παραδείγματα
Διάφοροι συγγραφείς έχουν επιχειρήσει να «βουτήξουν» στα άδυτα της εργοδικής λογοτεχνίας, όχι πάντα όμως με την ακραία μέθοδο του Mark Z. Danielewski. Το βιβλίο «Parabola» της Lily Hoang συνδυάζει με ευρηματικό τρόπο την μυθολογία και τα… μαθηματικά. Η ιστορία μιας νεαρής αμερικανοασιάτισας ξετυλίγεται μέσα από κεφάλαια διανθισμένα με την μαθηματική παραβολή των καμπυλών και με διαγράματα που παραπέμπουν στο Πυθαγόρειο Θεώρημα. Στο βιβλίο το μυστικό κρύβεται στους αριθμούς: Το 10 αντιπροσωπεύει την τελειότητα, όπως αυτή αναδεικνύεται στα δύο πρώτα κεφάλαια που καθρεφτίζου το ένα το άλλο στα μαθηματικά παράβολα, ενώ το 1 συμβολίζει την ενότητα και ταυτίζεται με το 0, το κέντρο στα μαθηματικά παράβολα. Έτσι η Hoang προσφέρει δύο διαφορετικές επιλογές ανάγνωσης.

Το Hopscotch του Julio Cortazar από την άλλη είναι μια παλαιότερη περίπτωση, ακόμα και από το «Σπίτι από Φύλλα», ωστόσο το 1963 (πρώτη έκδοση) δεν είχε ενταχθεί στην εργοδική μυθοπλασία, καθώς πολύ απλά δεν υπήρχε τέτοιος όρος. Ακόμα. στο βιβλίο του Cortazar, ο αργεντίνος νοβελίστας Horacio Oliveira ζει στο Παρίσι και συναναστρέφεται με μια ομάδα μποεμ ατόμων, μέλη της Λέσχης του Ερπετού. Έπειτα από μια συνταρακτική εξέλιξη ο Oliveira γυρίζει στο Μπουένος Άιρες και η ζωή του παίρνει μια ανεξέλεγκτη τροπή. Ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου έχει δώσει πολλαπλά τέλη, με τον αναγνώστη να επιλέγει το πως θα τελειώσει η νουβέλα.

Άλλο ένα παράδειγμα είναι το «Leaving» της Tara Aldebrando, όπου έξι παιδιά εξαφανίζονται τη πρώτη μέρα στο Νηπιαγωγείο και επιστρέφουν μόνο τα πέντε 11 χρόνια αργότερα. Επίσης ο σπουδαίος Χάρουκι Μουρακάμι έδωσε δείγματα εργοδικής λογοτεχνίας το 1983 , με το βιβλίο «The Strange Library» , όπου ένα μικρό αγόρι χάνει το προσανατολισμό του σε μια πελώρια βιβλιοθήκη και συναντάει έναν ηλικιωμένο άντρα. Ο άντρας το τοποθετεί σε μια μάζα και το διατάζει να βρει τρία συγκεκριμένα βιβλία, ειδάλλως θα καταβροχθίσει τον εγκέφαλό του.
