- Διαφήμιση -

Ίσως και να μην υπάρχει άντρας ή αγόρι που να μην έχει δεχτεί κάποια στιγμή στη ζωή του αυτή την ερώτηση. Μόλις αρχίσαμε να αρθρώνουμε δύο λέξεις στη σειρά, πατεράδες, θείοι, αδέρφια και ξαδέρφια μάς ρωτούσαν «τι ομάδα είσαι;», φουσκώνοντας από περηφάνια όταν έπαιρναν την απάντηση που ήθελαν ή υποδυόμενοι τους δυσαρεστημένους σε αντίθετη περίπτωση.

Μεγαλώνοντας, αυτή η ερώτηση συνόδευε τις συστάσεις και τις πρώτες κουβέντες γνωριμίας με κάποιον, επιτείνοντας μια αίσθηση οικειότητας. Αν κάποιος «ήταν ίδια ομάδα» με εμάς, αυτόματα ανέβαινε επίπεδα στην εκτίμησή μας, μπορούσε να γίνει φίλος μας κι ας μην είχαμε τίποτα άλλο κοινό. Φτάνει που είχαμε τον ίδιο λόγο να χαιρόμαστε και να στεναχωριόμαστε.

Όμως, κάποια στιγμή στη ζωή μας ήρθε η ώρα που η ερώτηση «τι ομάδα είσαι;» δεν ήταν πια αθώα, φιλική και παρεΐστικη. Ήταν όταν ο πατέρας μας μας ορμήνεψε τι να απαντάμε αν μας ρωτήσει στον δρόμο κάποιος. Ήταν όταν έδειραν έναν φίλο μας στον δρόμο, όταν του πήραν το κασκόλ και τη φανέλα που φορούσε, όταν βρέθηκε πεσμένος στον δρόμο, να αιμορραγεί και να μην μπορεί να καταλάβει γιατί…

Από παιδιά μάθαμε να μας ρωτάνε «τι ομάδα είσαι;» και να μην απαντάμε ειλικρινά. Η ερώτηση έγινε παγίδα, δεν ήξερες ποια απάντηση θα δεχόταν ο (γνωστός-)άγνωστος που είχες απέναντί σου, ευχόσουν να μη σου τύχει ποτέ, κι αν σου τύχαινε έτρεμες σαν το ψάρι ψελλίζοντας «τίποτα, δεν ασχολούμαι». Μάθαμε να δίνουμε αυτή την απάντηση που θα απέτρεπε τον άλλον από το να μας κάνει κακό, αυτή την απάντηση που δεν έδωσε ο Άλκης, πιστεύοντας ότι στην περιοχή του, λίγα στενά μακριά από το γήπεδο της ομάδας του, δεν είχε τίποτα να φοβηθεί.

Όσοι έχουμε μεγαλώσει σε περιοχές όπου «η ομάδα μας» είναι κόκκινο πανί, έχουμε συνδυάσει τη χαρά του φιλάθλου με ένα ενοχικό σύνδρομο. Από μια ηλικία και μετά δεν χαιρόμασταν φανερά, δεν πανηγυρίζαμε τα γκολ παρά μόνο στο σπίτι μας, δεν ξέραμε πώς είναι να φοράς τη φανέλα και το κασκόλ της ομάδας και να βγαίνεις έξω, ελεύθερος και ασφαλής για την επιλογή σου.

- Διαφήμιση -

Όταν γυρνούσαμε από το γήπεδο με το μετρό, προσέχαμε σε ποια στάση θα κατέβουμε, για να μη μας περιμένει κανείς και μας ρωτήσει «τι ομάδα είσαι;». Μεγαλώσαμε και πηγαίνουμε στο γήπεδο με το αυτοκίνητο και το μηχανάκι, κρύβουμε τις μπλούζες και τα κασκόλ στο πορτ μπαγκάζ του αμαξιού, τα φοράμε μόνο όταν φτάνουμε και τα βγάζουμε πριν φύγουμε. Κουμπώνουμε το μπουφάν μέχρι το πηγούνι, για να μη φανεί το χρώμα που φοράμε, χαμηλώνουμε την ένταση του ραδιοφώνου, σταματάμε τη συζήτηση όταν κάποιος μας στραβοκοιτάει στην καφετέρια.

Ποτέ δεν αισθανθήκαμε ασφάλεια και σιγουριά, πάντα ο φόβος υπήρχε μέσα μας, να μην «προδοθούμε» και καταλάβουν τι ομάδα είμαστε. Θυμάμαι μια 17 Νοέμβρη, πηγαίνοντας με τα πόδια στο Πολυτεχνείο, πέρασα με έναν φίλο μου έξω από έναν σύνδεσμο οπαδών. Είχε κόσμο μέσα και έξω, και λόγω της ημέρας ένα κρεμασμένο πανό που έγραφε «Η χούντα δεν τελείωσε το ’73». Απ’ έξω ακριβώς, ένας από αυτούς που βρίσκονταν εκεί μας ρώτησε «τι ομάδα είσαι;». Στις 17 Νοέμβρη. Με πανό «Η χούντα δεν τελείωσε το ’73». Όντως δεν έχει τελειώσει ακόμα…

Ο Άλκης ήταν ένας από εμάς. Αγαπούσε την ομάδα του, τον αθλητισμό, ήταν ο ίδιος αθλητής, έμαθε όταν τον ρωτούσαν τι ομάδα είναι να λέει την αλήθεια. Μακάρι να είχε πει ψέματα, όπως εμείς, ίσως ζούσε ακόμα. Η δολοφονία του συγκλόνισε την κοινωνία, η οποία σοκαρισμένη αναρωτήθηκε «γίνονται τέτοια πράγματα;». Όλοι στεναχωρήθηκαν, όλοι κάτι είπαν, κάτι έγραψαν, είπαν «κρίμα», ανέβασαν ένα σπαραξικάρδιο και δακρύβρεχτο ποστ στα social media, πολλοί ζήτησαν και συγγνώμη. Από ποιον; Ως τι και εκ μέρους ποιου; Ποιος είσαι και ποιον εκπροσωπείς για να ζητήσεις συγγνώμη από ένα νεκρό παιδί;

Και τώρα τι; Θα μπορούμε να ξαναφορέσουμε τη φανέλα και το κασκόλ και να βγούμε έξω; Θα μπορούμε να απαντάμε ειλικρινά στην ερώτηση «τι ομάδα είσαι;»; Θα είμαστε και θα νιώθουμε ελεύθεροι και σίγουροι για την επιλογή, για την αγάπη μας προς έναν σύλλογο; Θα πιάσει τόπο η θυσία του Άλκη;

Η ερώτηση πάντα αλλάζει μορφές. «Τι ομάδα είσαι;», «τι ψηφίζεις;», «από ποια χώρα είσαι;», «δεν σου αρέσουν οι γυναίκες;», «τι περίμενες με αυτά που φοράς;» είναι ερωτήσεις που γίνονταν και γίνονται ακόμα, χωρίς ντροπή, χωρίς ενδοιασμό, με απρόβλεπτες συνέπειες. Η βία γεννά βία και έχει ως σύμμαχο την αδιαφορία, την υποκρισία και τα κροκοδείλια δάκρυα μιας ολόκληρης κοινωνίας, η οποία θα σοκαριστεί, θα κλάψει, θα θρηνήσει, θα καταδικάσει, θα οργιστεί και μετά από λίγο θα βγει πάλι στον δρόμο να ρωτήσει και να ερωτηθεί: «Φίλε, τι ομάδα είσαι;».

- Διαφήμιση -