Βιβλία που διαβάσαμε μέσα στο 2022. Βιβλία που μας σημάδεψαν και μας άφησαν μια γλυκιά γεύση. Άνοιξαν ορίζοντες, νέες οπτικές, μας έκαναν κοινωνούς σε ιστορικές αλήθειες και φώτισαν περιόδους που έκριναν τη μετέπειτα πορεία της ελληνικής ιστορίας.
Συγγραφείς που έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους στην ελληνική λογοτεχνία, αλλά και νέοι που υπόσχονται ανάλογη συνέχεια και προοπτική στο μυθιστόρημα, μας έκαναν να προβληματιστούμε, να αναπολήσουμε, να μελαγχολήσουμε, να ονειρευτούμε και να ταξιδέψουμε νοερά σε κόσμους φαινομενικά φανταστικούς, αλλά τόσο μα τόσο ρεαλιστικούς.
Ραγιάς – Μέρες και Νύχτες του 1821, του Γιάννη Καλπούζου
Αφότου ο Αγγελής βρέθηκε φυλακισμένος στο κοτέτσι του Σαχίν Αγά, το μίσος φώλιασε στην ψυχή του σαν φαρμακερό φίδι.
Κατά την εκρηκτική και συγχρόνως σαγηνευτική πορεία του μπαίνει στη δούλεψη ενός στρυφνού και τσιγκούνη πραματευτή, που σου πουλά κωλοφωτιά για καντήλι. Τον ζώνει το μολυβένιο σύγνεφο της σκλαβιάς και του εξευτελισμού των ραγιάδων. Σμίγει με την Κερασία, όπου στο πρόσωπό της βουτάνε και κολυμπούν τα όνειρα. Απαντιέται με κοτζαμπάσηδες, κολίγους και συμπολεμιστές, που είναι πιότερο από αδέρφια και γυναίκα την ώρα της μάχης, ενώ ένα τρομαγμένο Τουρκόπουλο γαντζώνεται πάνω του.
Στον δρόμο του και δύο γέροντες, οι οποίοι ξεψαχνίζουν το κίνητρο για καθετί μα και τη γλυκιά και φαρμακερή ουσία του «εγώ», η πλανεύτρα Ασπασία, διαβολικοί ξένοι, ντόπιοι τυχοδιώκτες, ο επί τριάντα έξι χρόνια αμίλητος Συμεών, ένας καβαλάρης που σώζει αιχμάλωτες Τουρκοπούλες και ο τρανότερος οχτρός του λεύτερου ανθρώπου, ο φόβος.
Ο Αγγελής βιώνει το μεγαλείο και τη σκοτεινή πλευρά του ματοβαμμένου Εικοσιένα, γκρεμίζοντας μυθεύματα και φανερώνοντας καταχωνιασμένες αλήθειες. Σφιχταγκαλιάζεται με τη φωτιά του ξεσηκωμού, μεταβολίζει την αγριότητα σε ελπίδα, λύτρωση και γλυκασμό, και βροντοφωνάζει: «Θέλω να μην είμαι ραγιάς σε κανέναν. Ραγιάς σε τίποτα!».
Ένα βιβλίο μέσα στις σελίδες του οποίου αναβιώνει η Επανάσταση του 1821. Πάθη, μίση, έρωτες, συμφορές και η ακατανίκητη επιθυμία για μια ζωή λεύτερη, που κάνει τα αρνιά λύκους και τους φιλήσυχους και δουλοπρεπείς χωρικούς ατρόμητους πολεμιστές, έτοιμους να πεθάνουν παρά να ζουν ραγιάδες. Κι όλα αυτά, δοσμένα με τη μοναδική πένα ενός από τους πιο επιτυχημένους Έλληνες συγγραφείς.

Ανεμώλια, του Ισίδωρου Ζουργού
Τα Ανεμώλια είναι ένα βιβλίο για την αντρική φιλία και τη φυγή. Μια παρέα φίλων από παιδιά δραπετεύει μ’ ένα ιστιοπλοϊκό στην αρχή του καλοκαιριού, αφήνοντας πίσω για πάντα όλη την προηγούμενη ζωή τους. Μέσα από τις περιπέτειες του ταξιδιού, το πικρό χιούμορ, τα απρόοπτα και την παλινδρομική μνήμη του αφηγητή αναδύεται ο πρόσφατος νεοελληνικός μηδενισμός και η δίνη της χώρας τα τελευταία τριάντα χρόνια.
«Ανεμώλια» στη γλώσσα του Ομήρου είναι τα λόγια του ανέμου, τα μάταια, τα ανώφελα. Σ’ αυτό το μυθιστόρημα, που το διατρέχει μια συνεχής συνομιλία με τον ομηρικό κόσμο, ανεμώλια είναι η διαφυγή από τον κόσμο της αρσενικής απελπισίας, η απόδραση από την ασφυκτική καθημερινότητα αλλά και η δίψα για την αναζήτηση της νεότητας κι εκείνης της ομορφιάς που καταλύει τον χρόνο.
Σε ένα μοναδικό ψυχογράφημα, ο Ισίδωρος Ζουργός φιλοσοφεί τόσο πηγαία και ανεπιτήδευτα, που προκαλεί τον αναγνώστη να ταυτιστεί, υποσυνείδητα, με κάθε έναν από την παρέα των φίλων, οι οποίοι αποφασίζουν να ξεκινήσουν ένα ταξίδι που θα αλλάξει άρδην τη ζωή τους και όσα είχαν ως δεδομένα μέχρι τότε.

54 Ημέρες. Η πολιορκία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης, του Βασίλη Τσιάμη
Κωνσταντινούπολη, 1452-1453. Ο νεαρός σουλτάνος Μεχμέτ Β’ οργανώνει μεθοδικά και πειθαρχημένα την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης η οποία υπήρξε ανέκαθεν ο διακαής πόθος των μουσουλμάνων. Απέναντί του, ο τελευταίος αυτοκράτορας της υπερχιλιετούς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος-Δραγάσης.
Από την ημέρα που ο βασιλιάς απαντά αρνητικά στην πρόταση συνθηκολόγησης του σουλτάνου, ξεκινούν οι 54 ημέρες της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης. Παράλληλα, στο Τρύπιο Βαρέλι, το πιο γνωστό καπηλειό στην Κωνσταντινούπολη, ξεδιπλώνεται ένα ψηφιδωτό με σκοτεινούς χαρακτήρες -ραδιούργους, φοβισμένους, ατρόμητους και άπληστους- που τα όνειρά τους συνθλίβονται και η ζωή τους σβήνει στα τείχη της Πόλης.
Διαβάζοντας το βιβλίο, ο αναγνώστης κάνει μια βουτιά στα πιο βαθιά και ανεξιχνίαστα νερά της ιστορικής εκείνης περιόδου. Ταξιδεύει με μια χάρτινη μηχανή του χρόνου στα μέσα του 15ου αιώνα, περιπλανιέται στα στενά και τα σοκάκια της Κωνσταντινούπολης, την περπατά σπιθαμή προς σπιθαμή και γεύεται τα εδέσματά της και μυρίζει τις ευωδίες της. Παράλληλα, μαζί με τους ήρωες του μυθιστορήματος, έρχεται σε επαφή με τις σκοτεινές πλευρές της, περιφέρεται στις κακόφημες γειτονιές της, ζει το δράμα μιας αιώνιας πόλης που ξέρει τη μοίρα της και την καρτερά στωικά.
Για το πρώτο μυθιστόρημα του Βασίλη Τσιάμη μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα ΕΔΩ.
