Πριν από αρκετούς μήνες έτυχε να συζητάω με έναν ειδικό του κινηματογράφου, σχετικά με την ποιοτική αξία των μοντέρνων σκηνοθετών σε σύγκριση με τους κλασικούς του παρελθόντος. Ενδεικτικά κάποια στιγμή θυμάμαι να μου αναφέρει πως ενώ ο Ρούμπεν Έστλουντ είναι ένας πολύ καλός σκηνοθέτης, δεν μπορείς να τον βάλεις δίπλα σε τεράστιους δημιουργούς όπως π.χ. ο Ταρκόφσκι ή ο Κουροσάβα.
Πόσο ειρωνικό ήταν το οτι αναφέρθηκε ειδικά στον Έστλουντ. Θα μπορούσε να πει κυριολεκτικά οποιοδήποτε άλλο όνομα. Ο σουηδός σκηνοθέτης αυτή τη στιγμή που γράφεται το κείμενο παίζει ακόμα να χαμογελάει επιδεικτικά μετά την χθεσινή νίκη του στο Φεστιβάλ Καννών και τον Χρυσό Φοίνικα που απέσπασε για την ταινία του «Triangle of Sadness». Παράλληλα, μπήκε σε ένα πολύ κλειστό κλαμπ δημιουργών που έχουν κερδίσει δύο φορές το ύψιστο βραβείο στην Κρουαζέτ. Αυτό βέβαια, πέραν της υποδοχής που είχε η ταινία, έχει ήδη διχάσει όσους παρακολουθούν στενά το φεστιβάλ και απορούν με την επιλογή της επιτροπής.
Ο «φοινικάτος» Ρούμπεν και οι άλλοι
Για να κλείσω βέβαια λίγο το παραπάνω ανοιχτό μέτωπο: ο Έστλουντ θεωρείται ένας συμπαθητικά επαρκής σκηνοθέτης, μόνο όμως αν τοποθετηθεί πλαι σε μεγάλους και διαχρονικούς κινηματογραφιστές. Είναι σαν να βάζεις τον Βινίσιους Jr. , έναν αντικειμενικά πολύ καλό παίκτη, να παίξει στην ίδια ενδεκάδα με τον Πελέ, τον Μαλντίνι, τον Μαραντόνα και τον Λεβ Γιασίν.
Ειλικρινά όμως. Δεν έχει κουράσει λίγο όλο αυτό; Γινόμαστε θεατές σε ένα διαχρονικό πλαίσιο σύγκρισης του νέου με το φαινομενικά αψεγάδιαστο παρελθόν, με αποτέλεσμα να βρίσκουμε και το παραμικρό σφάλμα σε έναν δημιουργό που δεν πρεσβεύει τον ρομαντισμό και επαναστατισμό των περασμένων δεκαετιών, με αποτέλεσμα να στοχοποιούμε την οποιαδήποτε διάκρισή του.
Παραδόξως, ο Έστλουντ έχει έναν σαφή κοινωνικοπολιτικό προσανατολισμό στα πρότζεκτ του. Ασχέτως αν οι ταινίες του, όπως έχουν χαρακτηριστεί από μερικούς κριτικούς, διαθέτουν ευκολοχώνευτα, απλουστευμένα μηνύματα διανθισμένα με σατιρική διάθεση για σφοδρή κριτική και αποδόμηση του δυτικού τρόπου ζωής και των καπιταλιστικών συμβάσεων της κοινωνίας. Αν εξαιρέσουμε φυσικά τα πρώτα του βήματα, όπου έδειχνε να βαδίζει προς το μονοπάτι του ντοκιμαντερίστα και μικρομηκά, o 48χρονος σκηνοθέτης τα τελευταία χρόνια πετυχαίνει κάτι που θεωρητικά τον καθιστά ανατρεπτικό και άξιο αναφοράς: Οι ταινίες του με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κατορθώνουν να συζητιούνται, ίσως και πολύ αργότερα από την ημερομηνία κυκλοφορίας τους.
Ο Έστλουντ εναντίον των στερεοτύπων και της ελιτ
Ενδεικτικά , η μαύρη κωμωδία «Force Majeure» του 2014, που αφηγείται της διακοπές μιας τετραμελούς οικογένειας στις Άλπεις, κατεδαφίζει την παραφουσκωμένη αξία της πατριαρχίας, ενώ παράλληλα καταργεί τα στρεότυπα των φύλων και τον δηθενισμό του μασκουλινισμού. Το 2017 πάλι με «Το Τετράγωνο», επιχειρεί αρκετά αποτελεσματικά, μέσα από τις διαπροσωπικές περιπέτειες ενός καλλιτεχνικού επιμελητή, να χλευάσει τον δυτικό καθωσπρεπισμό και την άτρωτη ακεραιότητα της καλλιτεχνικής (και όχι μόνο) κουλτουροελίτ. Όπως όμως καλύτερα το έθεσε και ο Πέδρο Αλμοδοβάρ, που παρέδωσε τότε τον Χρυσό Φοίνικα στον Έστλουντ :«Μια απεικόνιση της δικτατορίας της πολιτικής ορθότητας».
Στο ίδιο μοτίβο και το Triangle of Sadness
Με το, γυρισμένο στην Εύβοια «Triangle of Sadness», ο Ρούμπεν Έστλουντ δεν κάνει κάτι διαφορετικό. Επιλέγει τον θεματικό στόχο του και θέτει στο προσκήνιο τους ανάλογους, συχνά ματαιόδοξους, χαρακτήρες. Το φιλμ εστιάζει σε ένα ζευγάρι, μια ινφλουένσερ και ένα μοντέλο, που κερδίζουν μια κρουαζέρια για την πλουτοκρατική ελιτ. Η πολυτελής κρουαζέρια μετατρέπεται σε έναν θαλάσσιο εφιάλτη, μετά το… ξέσπασμα μια τροφικής δηλητηρίασης που οδηγεί σε εικόνες ναυτίας, διάρροιας και χάους. Η γκροτέσκα απογύμνωση των προσώπων που αντιπροσωπεύουν μια οικονομικά επιφανέστερη τάξη, είναι ο στόχος που έχει θέσει ο Έστλουντ πίσω από την κάμερα, ενώ παράλληλα δείχνει με το δάχτυλο την σταδιακή παρακμή ενός καπιταλιστικού μικροκόσμου.

Παρά τις… ευγενείς προθέσεις του, ο Έστλουντ άξιζε ασυζητητί τον φετινό Χρυσό Φοίνικα; Εννοείται πως όχι. Ο τελευταίος θα μπορούσε εύκολα να καταλήξει στο μαεστρικό φιλμ νουάρ «Decision to Leave» του -προσωπικού αγαπημένου- Παρκ Τσαν Γουκ ή στις φετινές συμπάθεις των κριτικών Ταρικ Σαλέχ (Boy From Heaven), Λούκας Ντόντ (Close) και Κλερ Ντενί (Stars at Noon). Για να μην παραλείψουμε το γεγονός πως ο σουηδός ίσως έφυγε με το βραβείο επειδή ο φετινός πρόεδρος της Επιτροπής, Βενσάν Λιντόν, θέλησε να δώσει μια πολιτικοποιημένη χροιά στην φετινή τελετή.
Ο πολυνίκης Έστλουντ και οι… κινηματογραφικές συνθήκες των ημερών
Γενικότερα όμως αξίζει να έχει δύο Χρυσούς Φοίνικες στην κατοχή του ο Ρούμπεν Έστλουντ; Η προσωπική απάντηση σε αυτό είναι μια ερώτηση: Γιατί όχι; Διανύουμε μια κινηματογραφική εποχή όπου κάθε βράβευση, κάθε αναγνώριση κρίνεται βάσει των επικρατέστερων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών και της ολοένα αυξημένης διάθεσης για εργαλειοποίηση του κινηματογράφου. Αν κρίνουμε την απόφαση των Καννών να βραβεύσουν τον Έστλουντ για μια αιχμηρή ματιά στην ταξικοοικονομική ελιτ, τότε θα έπρεπε να κρίνουμε κάποτε αρνητικά και την απόφαση της Ακαδημίας να δώσει το βραβείο Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας στο «Green Book» γιατί πολύ απλά αναδεικνύει την διαφυλετική ισότητα και ανοχή.
Ίσως αυτό να ήταν και το… σχέδιο του Έστλουντ. Να μετατρέψει, μέσα από τις ταινίες του την ίδια την αφρόκρεμα του πολιτισμού, της κοινωνίας και της πολιτικής, αυτό το περίφημο 1% να χτυπάει παλαμάκια και να του σφίγγει το δεξί χέρι, τη στιγμή που εκείνος τους κάνει διακριτικά κωλοδάχτυλο με το αριστερό.