- Διαφήμιση -

Σημειώσεις για διακειμενικές αναφορές που πάνε κι έρχονται ασταμάτητα στο έργο του, χαρτάκια post it γύρω – γύρω, απόφαση εγκατάλειψης κι επιστροφής στο ράφι της βιβλιοθήκης και ξανά πίσω πάνω στο γραφείο, δίπλα στον καναπέ, οπουδήποτε μπορεί να σηματοδοτεί πως η μάχη αυτή δεν έχει τελειώσει. Και στο ενδιάμεσο βιβλία και βιβλία, δοκίμια, αναλύσεις και μυθιστορήματα να το προσπερνούν κι όμως εκεί ο Οδυσσέας αγέρωχος να ξέρει ότι κερδίζει. Στέκεται και κρατάει έναν ανοιχτό διάλογο με τις λέξεις, με το βλέμμα του στραμμένο στον σελιδοδείκτη που κοντεύει να του αφήσει σημάδι, με την χειμαρρώδη ροή του που παρότι ακατανόητη απορεί για αυτήν την παύση. Σαν μία άνω τελεία διαρκώς έτοιμη να συνεχίσει για την επόμενη ανάσα, στοιχειώνοντας τα άλλα αναγνώσματα που το αφήνουν πίσω.


Ένα βιβλίο που επιλέχθηκε με την αφέλεια ενός καλοκαιρινού κλασικού έργου και άμεσα ξεκαθάρισε, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, πως δεν ήταν ένα βιβλίο σαν όλα τα άλλα. Διάσημο από την ημερομηνία της έκδοσης του ή ίσως και νωρίτερα, καθώς και για τον ίδιο τον Τζαίημς Τζόυς η συγγραφή του αποτέλεσε έναν μακρύ, πολυετή αγώνα. Η διαδικασία γραφής και επεξεργασίας κράτησε περί τα επτά χρόνια. Αντιπροσωπευτικό αυτής της πορείας η σημείωση στο τέλος: Τεργέστη – Ζυρίχη – Παρίσι, 1914-1921.

Η εγκατάλειψη ενός βιβλίου δεν υπήρξε επιλογή, αλλά κάπου μετά από 400 σελίδες, σε αυτήν την περίπτωση, έμοιαζε μονόδρομος. Χρειαζόταν άλλο τόσο και η κατάσταση δεν βελτιωνόταν, θα έλεγε μάλλον κανείς πως οδηγούσε κάθε τόσο τον παραλήπτη των λέξεων σε μονοπάτια πιο στριφογυριστά, γεμάτα γκρεμούς δίχως γέφυρες.
Χρειαζόταν άλμα για να συνεχίσεις. Θα έφτανες άραγε απέναντι;

Μάλλον λίγη σημασία είχε αυτό για τον Τζόυς.
Το έργο μία αλλοτινή οδύσσεια. Δυσνόητο, αλλόκοτο, παραληρηματικό, απαιτούσε όλη τη συγκέντρωση του αναγνώστη σε κάθε λέξη. Και πάλι δεν αρκούσε. Χρειαζόταν διαρκώς να ψάχνει κανείς να βρει τα νοήματα (όπου και όσο μπορούσε), να απελπιστεί, να το κλείσει, να το ανεβάσει σε ένα ράφι και να πει: τέλος. Ωστόσο, η διαχρονικότητα αυτού του έργου ξεπηδούσε διαρκώς μέσα από άλλα αναγνώσματα σαν φάντασμα που θα στοίχειωνε πλέον όποιες λέξεις κι αν έφταναν στη ματιά μας εκτός και αν αποφασίζαμε να φτάσουμε στη… λύση του μυστηρίου.


Κάπως έτσι, λοιπόν, σαν μία άλλη στιγμή απερισκεψίας, θα έλεγε κανείς, το βιβλίο κατέβηκε και πάλι από το ράφι. Πήγαινε παντού μέχρι να φτάσουμε στην τελευταία τελεία (δυσεύρετο σημείο στίξης του τελευταίου κεφαλαίου), μέχρι να είμαστε σίγουροι πως αυτός είναι ο τελευταίος αποχαιρετισμός στον Οδυσσέα.

Με μάτια ανοιχτά και με την προσπάθεια απορρόφησης των νοημάτων, όποιων ήταν εφικτό, όσο η σκέψη μπορούσε να μας πάει. Ίσως μόνο διαβάζοντας τον Οδυσσέα μπορεί να διακρίνει ο ενδιαφερόμενος την τεράστια επιρροή που είχε ασκήσει στον νεαρό Μπέκετ. Πώς οι λέξεις έμοιαζαν οικείες, πώς ο τελευταίος βρήκε σαφώς τη δική του ατόφια συγγραφική φωνή, αλλά πόσο αυτή η λογοτεχνική σχέση ξεπηδά ανάγλυφη και βρίσκει τη θέση της στο νου των αναγνωστών αυτών των δύο ξεχωριστών μορφών.

Ο μεταφραστής στην «αντί-προλόγου» εισαγωγή του πασχίζει να δώσει κι αυτός εξηγήσεις και χείρα βοηθείας στον αναγνώστη, αλλά ταυτόχρονα να κοινωνήσει όσα βασάνισαν και τον ίδιο. Μας δίνει τον τίτλο των δεκαοκτώ επεισοδίων, όπως αυτά τιτλοφορήθηκαν από σχολιαστές του βιβλίου και μας καλεί να ακολουθήσουμε αυτό το ταξίδι της σύγχρονης οδύσσειας που ουσιαστικά αφορά μία μονάχα ημέρα του Ιουνίου.


Ακολουθώντας αυτήν την πυξίδα του μεταφραστή βουτήξαμε κι εμείς ξανά σε επιλεγμένες σελίδες, παραθέτοντας τον τίτλο του κάθε κεφαλαίου, μένοντας σε λέξεις που μας αιχμαλώτισαν ή μας αιφνιδίασαν εκ νέου με την μουσικότητα ή με το θράσος της γραφής και των συνειρμών τους.

- Διαφήμιση -
Αποσπάσματα πάντα από την πρώτη σελίδα κάθε κεφαλαίου ενός βιβλίου που μαρτυρά τους πειραματισμούς και το παράλογο της εποχής του. Περνάει μέσα από τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο, αποκτά τις ουλές του, πιέζει δυνατά την πένα του επάνω στον παραλογισμό και το ακατανόητο της μανίας για καταστροφή. Κοιτά δίχως προστατευτικά γυαλιά όσα είναι ικανά να αλλάξουν και αλλάζουν πλήρως την ιδέα και την αξία της ίδια της ζωής. Χλευάζει όσα καταδυναστεύουν, όσα μοιάζουν σεμνότυφα, όσες νόρμες όφειλε ο καθένας να ακολουθεί. Η ζωή, τα δεδομένα καταρρίπτονται, τα σύνορα και οι συμμαχίες ανατρέπονται, οι λογοτεχνικοί πειραματισμοί βγαλμένοι από το ακατανόητο και σκληρό πρόσωπο της πραγματικότητας μπορούν και, όπως φαίνεται να δείχνει ο Τζόυς, πρέπει να συμβούν. Μοιάζει να καλεί σε ένα ταξίδι αφόρητα πυκνογραμμένο, γεμάτο με ατέλειωτες ροές σκέψεων και συμβάντων και διαλόγων και μονολόγων, τόσο ταυτόσημα και την ίδια στιγμή απομακρυσμένα από την ιστορία. Γιατί άλλωστε σύμφωνα με τον Οδυσσέα του, αρκεί για όλα μία μονάχα ημέρα. 

Ο Τζόυς απλώνει μπροστά στον αναγνώστη όλες τις κοσμοθεωρίες, αυτές που απορρίπτει, απεχθάνεται ή συμπαθεί. Όλα βρίσκονται εκεί, στις 16 Ιουνίου του 1904, στο Δουβλίνο. Η ιστορία του κόσμου της εποχής του, αλλά και των ανθρώπων έρχεται και κρυφοκοιτάζει το ίδιο ρεαλιστικά ή παράλογα ανατρεπτικά. Η ίδια ιστορία, η εξέλιξη, ο εκσυγχρονισμός δημιουργεί θαύματα. Την βιομηχανική επανάσταση, τα καλλιτεχνικά ρεύματα, την ψυχανάλυση και ταυτόχρονα τον Μεγάλο Πόλεμο.

Άραγε ποιά είναι η λογική που ανατρέπεται τελικά σε αυτό το βιβλίο;
Όσοι θέλουν πραγματικά να αναμετρηθούν με τον εαυτό τους και με τα μέχρι σήμερα αναγνώσματά τους καλούνται να σταθούν στις λίγες γραμμές που ακολουθούν. Ενδεχομένως οι σειρήνες των λέξεων να τους οδηγήσουν, στη συνέχεια, στη δική τους σαγηνευτική και δύσβατη «Οδύσσεια» του Τζαίημς Τζόυς.



Επεισόδιο 1: Τηλέμαχος
«Πιο αργά η μουσική, παρακαλώ. Κλείστε τα μάτια σας, κύριοι. Μια στιγμή. Ένα μικρό πρόβλημα με αυτά τα αιμοσφαίρια. Σιωπή, όλοι».

Επεισόδιο 2: Νέστορας
Η άδεια όψη του παιδιού ρώτησε το άδειο παράθυρο.
Ιστορημένο από τις κόρες της μνήμης. Κι όμως με κάποιο τρόπο, σαν να μην ήταν όπως η μνήμη το είχε ιστορημένο. Μια φράση τότε ανυπομονησίας, χτύπημα των υπέρμετρων φτερών του Μπλέηκ. Ακούω να γκρεμίζεται όλο το στερέωμα, θρυμματισμένο γυαλί και κατεδαφισμένος τοίχος, και ο χρόνος, μια μαυροκίτρινη στερνή φλόγα. Τι μας απόμεινε ύστερα;»


Επεισόδιο 3: Πρωτέας
«Αναπόφευκτη ιδιότητα του ορατού. Τουλάχιστον, αν όχι και κάτι περισσότερο, όσα σκέφτηκα διά μέσου των ματιών μου. Υπογραφές όλων όσων κλήθηκα εδώ για να αναγνώσω, αυγά ψαριών και φύκια που φέρνει το κύμα, η παλίροια που ανεβαίνει, αυτό το σάπιο παπούτσι».

Επεισόδιο 4: Καλυψώ
«Το φως και η ατμόσφαιρα της κουζίνας ήταν παγερά, όμως έξω απλωνόταν γλυκό καλοκαιριάτικο πρωινό. Τον παρότρυνε να θέλει να τσιμπήσει κάτι. Τα κάρβουνα κοκκίνιζαν».

Επεισόδιο 5: Λωτοφάγοι
«Ένα μικρότερο κορίτσι, με το μέτωπο του σημαδεμένο από έκζεμα, τον παρατηρούσε, κρατώντας αδιάφορα το στραβωμένο τσέρκι του. Πες του πώς αν καπνίζει δεν θα μεγαλώσει. Ουφ, άσ’ τονε! Η ζωή του δεν είναι δα στρωμένη με τριαντάφυλλα! Περιμένοντας έξω από τις ταβέρνες για να κουβαλήσει τον πατέρα του σπίτι. Μπαμπά, ξαναγύρισε στη μαμά».

Επεισόδιο 6: Άδης
«Περίμεναν όλοι. Δεν ειπώθηκε τίποτε. Πιθανόν να φορτώνουν τα στέφανα. Κάθομαι πάνω σε κάτι σκληρό. Αχ, αυτό το σαπούνι στην κωλότσεπη. Καλύτερα να του αλλάξω θέση. Περίμενε κάποια ευκαιρία».

Επεισόδιο 7: Αίολος
«-Ράθγκαρ και Τέρενιουρ!
– Έλα, Σάντυμαουντ Γκρην!
Στη δεξιά και την αριστερή παράλληλο, ένα διώροφο κι ένα μονώροφο κινήθηκαν με θόρυβο και κουδουνίσματα από τη σειρά τους, παρέκκλιναν προς την κάτω γραμμή, γλιστρήσανε παράλληλα».


Επεισόδιο 8: Λαιστρυγόνες
«Γλυκίσματα γλασέ από ανανά, λεμόνια ζαχαρόπηκτα, καραμέλες βουτύρου. Μια κοπέλα, πασαλειμμένη ζάχαρη, γέμιζε σέσουλες ξέχειλες καραμέλες κρέμα σοκολάτα για έναν αδελφό εν Χριστώ. Οι απολαύσεις της σχολικής εκδρομής!»

Επεισόδιο 9: Σκύλλα και Χάρυβδις
«Μέ υπερβατικό διπλοτρίξιμο, απομακρύνθηκε μ’ ένα χορευτικό βηματισμό. Κοντά στην πόρτα, φαλακρός, ίδιος ο ζήλος προσωποποιημένος, έτεινε τό φαρδύ του αυτί στά λόγια του κλητήρα· τόν άκουσε· καί απεχώρησε.
Μου απομένουν δύο».


Επεισόδιο 10: Συμπληγάδες
«Περπατούσε στη σκιά κάτω από τα τρεμουλιαστά φύλλα των δένδρων που διαθλούσαν τον ήλιο και συναντήθηκε με τη σύζυγο του βουλευτού κ. Ντέιβιντ Σήχυ (…) Ο πατήρ Κόνμη, το άκουγε με πολλή ευχαρίστηση πράγματι. Και ο ίδιος ο κύριος Σήχυ; Ακόμη εις το Λονδίνον. Η Βουλή συνέχιζε τας συνεδριάσεις της, βεβαίως το ήξευρε».

Επεισόδιο 11: Σειρήνες
«Μια βραχνή νότα αυλού φύσηξε.
Φύσηξε. Γαλάζιος ανθός πάνω στη
Χρυσή πυραμίδα των μαλλιών της.
(…)
Κρυφοκοίταξε! Ποιός είναι μέσα στο… κρυφοκοίταγμα του χρυσού;
Τινκ! Φώναξε στον χαλκό με συμπόνια».


Επεισόδιο 12: Κύκλωπας
«- Η καπνιά φέρνει γούρι, λέει ο Τζο. Ποιό ήταν εκείνο το γέρικο κουμάσι που συζήταγες μαζί του;
– Ο γέρο-Τρου, του λέω, που έκανε μερικά φεγγάρια στο Σώμα. Δεν είμαι ακόμα σίγουρος αν θα του κάμω μήνυση αυτού του τύπου για παρέμπόδιση της κυκλοφορίας, με τις σκούπες του και τις σκάλες του».


Επεισόδιο 13: Ναυσικά
«Ανακάτευαν την άμμο με τα φτυαράκια τους και τα κουβαδάκια τους, χτίζοντας, λοπως όλα τα παιδάκια, κάστρα, ή παίζοντας με το μεγάλο χρωματιστό τόπι τους, χαρούμενα μέσα στο δειλινό».

Επεισόδιο 14: Βόδια του Ήλιου
«Παγκοσμίως θεωρείται αμβλυμένη η οξύνοια του ατόμου η αφορώσα εις τα ζητήματα εκείνα τα θεωρούμενα υπό των προικισμένων διά σοφίας θνητών ως τα πλέον πρόσφορα προς μελέτην όταν αγνοεί όσα οι εμβριθέστεροι περί το δόγμα άξιοι δε σεβασμού καθ’ ότι κεκοσμημένοι δι’ ανωτέρου πνεύματος υποστηρίζουν πάντοτε ότε…»

Επεισόδιο 15: Κίρκη
«Τον αφήνουν να φύγει. Χοροπηδάει. Μια γυναίκα νάνος ταλαντεύεται πάνω σ’ ένα τεντωμένο στα κάγκελλα σκοινί, και μετράει μεγαλόφωνα».

Επεισόδιο 16: Ευμαιος
«Στη συνέχεια, ύστερα απ’ αυτά τα προεισαγωγικά και παρά το γεγονός ότι δεν θυμόταν να σήκωσε από το έδαφος το αρκούντως σαπουνισμένο μαντήλι του, μετά τις εξαιρετικές υπηρεσίες, που αυτό του είχε προσφέρει κατά το ξύρισμα, συνεχίζοντας το ξεσκόνισμα, προχώρησαν μαζί κατά μήκους της οδού Μπήβερ…»

Επεισόδιο 17: Ιθάκη
«Με τι ασχολήθηκε η δυανδρία στη διάρκεια της διαδρομής της;
Με τη μουσική, τη λογοτεχνία, την Ιρλανδία, το Δουβλίνο, το Παρίσι, τη φιλία, τις γυναίκες, την πορεία, το διαιτολόγιο, την επίδραση του φωταερίου ή του φωτός του βολταϊκού τόξου και των λαμπτήρων της διάχυτης ακτινοβολίας στην ανάπτυξη παραπλήσιων παραηλιοτροπικών δέντρων, την έκθεση σε κοινή θέα των δημοτικών σκουπιδοτενεκέδων, τη ρωμαϊκή καθολική εκκλησία…»


Επεισόδιο 18: Πηνελόπη
«Ναι γιατί δεν ξανάκανε ποτέ ένα τέτοιο πράγμα να ζητήσει το πρωινό του στο κρεβάτι με δύο αυγά από την εποχή του ξενοδοχείου Σίτυ Άρμς όταν συνήθιζε να δίνει παράσταση στο κρεβάτι με μιάν άρρωστη φωνή βάζοντας τα δυνατά του να κάνει εκείνη τη γριά σανίδα την κυρίαν Ρίορνταν να ενδιαφερθεί γι’ αυτόν επειδή νόμιζε πως τον είχε γράψει στη διαθήκη της κι αυτή δεν μας άφησε μήτε δεκάρα…»


Η συνέχεια στα βιβλία σας…

Τζαίημς Τζόυς, Οδυσσέας | Μετάφραση: Σωκράτης Καψάσκης, Εκδόσεις Κέδρος (1990)

- Διαφήμιση -