- Διαφήμιση -

Μία σειρά βιβλίων με σκληρόδετο εξώφυλλο και τίτλους με χρυσά γράμματα, έστεκε πάντα στο τρίτο ράφι της βιβλιοθήκης του σπιτιού. Ήμουν σχεδόν 9 χρονών όταν τα ανακάλυψα και θυμάμαι ένα από αυτά να βρίσκεται συνέχεια στα χέρια μου, «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα».

Από τότε ξεκίνησε η γραφή του Μενέλαου Λουντέμη να μπαίνει στη ζωή μου. Πρώτα, στα γεμάτα περιέργεια παιδικά μου χέρια. Έπειτα, σε ένα ζευγάρι μάτια όλο ενδιαφέρον για το ιδιαίτερο ύφος του, που ακόμα δεν μπορούσαν να αντιληφθούν. Και πλέον σε ένα ξεχωριστό σημείο στη δική μου βιβλιοθήκη, ανάμεσα σε άλλους αγαπημένους συγγραφείς.

Ο Μενέλαος Λουντέμης (πραγματικό ονοματεπώνυμο Δημήτριος Βαλασιάδης) γεννήθηκε στην Αγία Κυριακή Αιγιαλού της Μικράς Ασίας, στις 14 Ιανουαρίου 1912 και έφυγε από τη ζωή στην Αθήνα, στις 2 Ιανουαρίου 1977. Άφησε πίσω του πνευματική κληρονομιά περίπου σαράντα πέντε βιβλίων, που τον καθιστούν έναν από τους πολυγραφότερους Έλληνες συγγραφείς και ποιητές.

Μετά την μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του στον Εξαπλάτανο της Έδεσσας. Από μικρός αναγκάστηκε να δουλέψει λόγω του ξεριζωμού, ως λαντζέρης, λούστρος, ψάλτης, δάσκαλος και επιστάτης στα έργα του Γαλλικού Ποταμού Λουδία. Από την Έδεσσα, μεταφέρθηκε σε ένα οικοτροφείο της Κοζάνης και ύστερα στο Βόλο, ώσπου κατέληξε στην Αθήνα για να γνωρίσει τον Κώστα Βάρναλη, τον Άγγελο Σικελιανό και τον Μιλτιάδη Μαλακάση, όπου θα τον βοηθήσει να διοριστεί βιβλιοθηκάριος της «Αθηναϊκής Λέσχης». Το 1933 δημοσιεύτηκε το πρώτο του διήγημα στο «Νέα Εστία».

Phtot from cityportal.gr

Στη γραφή του Λουντέμη έρχεται κανείς αντιμέτωπος με τις δυσκολίες της ζωής, με ήρωες που προβληματίζονται για τα ανθρώπινα και καθημερινά, αλλά και με την ελπίδα.

Ο Λουντέμης ανήκει στους Έλληνες λογοτέχνες του μεσοπολέμου που στράφηκαν προς τον κοινωνικό ρεαλισμό. Τα έργα του ταξιδεύουν τον αναγνώστη μέσα από την ξεχωριστή τους οντότητα και κατακτούν δικαιωματικά μία θέση ανάμεσα στα αριστουργήματα της λογοτεχνίας.

Δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε ότι κατά τον εμφύλιο βρέθηκε εξόριστος σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη, μαζί με τον Θεοδωράκη, τον Ρίτσο, τον Κατράκη, τον Θέμο Κορνάρο και πολλούς άλλους.

Στη συνέχεια παραθέτουμε μία επιλογή αποσπασμάτων από διαφορετικά έργα του.

Μενέλαος Λουντέμης

«Εσύ τα δόντια τρίζεις» (ποίημα)

Σφιχτά να τα κρατάς και να τα τρίζεις.
Εσύ τα δόντια πάντα να τρίζεις.
Για να ‘μαι ήσυχος…
Πως δεν ξεθύμωσες-
Δεν ξεπέζεψες-
Δεν ξεμέθυσες.

Πως τ΄ άλογο της Πίστης που ανεβήκαμε
φρουμάζει πάντα τρελά.
Και πάντα ασυγκράτητα καλπάζει.
Γιατί για τέτοιες μάχες,
για τέτοιους άγριους χαμούς
-για τέτοιους χορούς πα στα ηφαίστεια-
δε μας ταιριάζουν εμάς φρόνιμα άλογα.
Δε μας χρειάζονται καθόλου!

Γι΄ αυτό…
Τα δόντια πάντα να τρίζεις.
Σφιχτά να τα κρατάς και να τα τρίζεις.
Και τίμα!
Τον ιδρό σου τίμα! Και τον πόνο σου.
Και το θυμό σου τίμα. Και δάγκανε.
Δάγκανε ολοένα την ανάσα σου.
Μη στην αρπάξουνε στο δρόμο.

Και τότε θα δεις. Πως όλοι…. Όλοι –
οι σταυροφόροι του σκοινιού και του παλουκιού
οι ιππότες της κρεμάλας και της Σβάστικας
θα πέσουνε μπρούμυτα στη στράτα σου.
Για να κολλήσουν οι οπλές του αλόγου σου
στη λάσπη των ιδανικών τους.

- Διαφήμιση -

Γι΄ αυτό…
Τα δόντια πάντα να τρίζεις.
Δυνατά να τα κρατάς και να τα τρίζεις.
Και το θυμό σου –για το θεό, το θυμό σου!-
κράτα τον στην πιο ψηλή του βράση.
Και σπιρούνιαζε, σπιρούνιαζε το άτι σου…
ως να φτάσουμε στην πιο μεγάλη μάχη
και να πέσουμε όλοι –σημαίες, σκουτάρια, θυρεοί-
Ή να στηθούμε –καρβουνιασμένα αγάλματα-
στο πάρκο της Λ ε υ τ ε ρ ι ά ς.

«Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα» (απόσπασμα από το βιβλίο)

«…ο Μέλιος απ’ τη θέση του έμεινε άφωνος.
Ύστερα, άρχισε σιγά σιγά να καταλαβαίνει…
Κάποιοι άνθρωποι, που δεν ήξερε ποιοι, ούτε για ποιο λόγο,
σκάβανε ανάμεσα απ’ τους ανθρώπους χαντάκια,
σήκωναν αξεπέραστα βουνά.
Ποιοι ήταν και γιατί το κάνανε;
Ένα μόνο καταλάβαινε.
Ότι σ’ αυτή τη ζωή είχε ο καθένας τη θέση του,
που δεν ήταν όμοια για όλους.
Τώρα, ποιος ήταν αυτός που μοίραζε τις θέσεις;
…Μήπως ο θεός;
Μα οι μεγάλοι, εξόν από τ’ άλλα κακά που κάνανε,
κάνανε και τούτο:
Φτιάξανε το Θεό σύμφωνα με το μπόι τους
και δεν περίσσευε Θεός για παιδιά.

Του ‘ρθε να ξεφωνίσει.
Να ξεφωνίσει την αδικία.
Ύστερα έσφιξε τα χέρια του.
Και τότε, ανακάλυψε ότι η μόνη δύναμη,
που μπορούσε να στηρίζεται,
ήταν μες τα χέρια του.

Ήταν ο εαυτός του.
Ο μικρός φτωχός, εαυτός του.
Κανένας άλλος.»

Σημείωση: Το ίδιο όνομα «Μέλιος», χρησιμοποιεί ο Λουντέμης για πολλούς ήρωες των βιβλίων του, όπως στο «Κάτω απ’ τα Κάστρα της Ελπίδας», στο «Συννεφιάζει» και στην «Αγέλαστη Άνοιξη».

«Ο Ίκαρος» (απόσπασμα από το βιβλίο)

«-Πατέρα… Αφού ήρθαμε στη ζωή για να πεθάνουμε, γιατί ήρθαμε;
-Όχι για να πεθάνουμε, Ίκαρε. Καθόλου. Ήρθαμε για να χαρούμε το δώρο της ζωής και κατόπι να φύγουμε, για να ‘ρθουν να το χαρούν κι άλλοι. Γι’ αυτό πρέπει να πούμε στη ζωή «ευχαριστώ» για το πολύτιμο δώρο της.
-Μα πως; Με τι τρόπο;
-Κάνοντάς την ομορφότερη. Αυτή είναι η πληρωμή μας. Και το χρέος μας: Να κάνουμε αυτούς που θα έρθουν, να ζουν με πιο πολλά γέλια παρά με δάκρυα. Να αραδιάζουν πιο πολλά τραγούδια παρά βογκήματα.
Ήρθαμε μόνοι, ζήσαμε μόνοι, θα φεύγαμε μόνοι..Τι αξία έχει αυτό; Είναι ίδιο σαν να μην ήρθαμε…

«Αναμονή» (ποίημα)

Σε περιμένω. Μη ρωτάς γιατί.
Μη ρωτάς γιατί περιμένει κείνος
Που δέν έχει τί να περιμένει
Και όμως περιμένει.

Γιατί σαν πάψει να περιμένει
Είναι σα να παύει να βλέπει
Σα να παύει να κοιτά τον ουρανό
Να παύει να ελπίζει
Σα να παύει να ζεί.

Αβάσταχτο είναι…Πικρό είναι
Να σιμώνεις αργά στ’ ακρογιάλι
Χωρίς να είσαι ναυαγός
Ούτε σωτήρας
Παρά ναυάγιο.

“Το παραμύθι ενός ραγισμένου έρωτα” (απόσπασμα)

Μουσική: Ελένη Καραΐνδρου,”Νοσταλγικό σε 5/8″(ΤΟ ΔΕΚΑ)
Ποίηση: Μενέλαος Λουντέμης,”Το παραμύθι ενός ραγισμένου έρωτα” (απόσπασμα)

«Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους» (απόσπασμα)

«Η αγάπη είναι σαν το νερό που τρέχει… τρέχει… ασυλλόγιστα στους γκρεμούς, που δε διαλέγει αυλάκι, δε ρωτά τα λουλούδια που ποτίζει, ούτε και τα χαλίκια που κατρακυλά. Δε ρωτά τίποτα, μόνο τρέχει. Να πεις “όχι” στην αγάπη είναι σαν να κατσουφιάζεις μπροστά σ’ ένα λουλούδι που ετοιμάζεται ν’ ανοίξει. Σαν να βρίζεις το φως που σου έδειξε τον κόσμο.

Κάτω από το πευκάκι ο κόσμος γίνεται απέραντος. Σωπαίνουν όλες οι φωνές που είχες μέσα σου. Γίνεται ησυχία. Οι ιδέες που βουίζουν μεσ’ στ’ αυτιά σου…. τα παράπονα που φουσκώνουν το στήθος σου… Οι έγνοιες που χουν εκεί μέσα την φωλιά τους… Όλα πέφτουν στο νερό, σκορπούνε, χάνονται.

Ακουμπάς στη ρίζα, αντίκρυ στην πεντάμορφη πόλη. Ύστερα κλείνεις την πόλη όξω απ’ τα μάτια σου, και φέρνεις στη θέση της ένα κήπο. Δάσος οι νερατζιές… και το παγκάκι ολομόναχο κάτω από μια νερατζιά. Είναι τα μάτια της λαμπερά και σε λούζουν. Κείνη λέει τ’ονομά σου πολλές φορές. Ακουμπάει το χέρι της στην άκρη των μαλλιών σου -έτσι. Κι εσύ ο νιώθεις -το χέρι της!- το νιώθεις να κοκκινίζεις απ’την ντροπή. Τόσο όμορφο, τόσο ντροπαλό χέρι… πάει, δεν είναι πια να ξαναγίνει.

Ύστερα κάτι γίνεται κι όλα σταματούν… Οι νερατζιές απόμειναν σκυφτές από πάνω μας…Το φιλί της μοσχοβολούσε νιότη!… Αλίκη… Τ’ονομά σου έμεινε στα χείλη μου σαν το κλαδάκι της βραδυνής μας νερατζίας. Το κρατώ και μοσχοβολά ο κόσμος. Τώρα (αγάπη μου…αγάπη μου..), τώρα ζηλεύω το παγκάκι που ακουμπούσε το φουστάνι σου… Και ζηλεύω και τον εαυτό μου που ήταν εκεί και το ‘δε…. Αλίκη.. θέλω να πω ένα τραγούδι και φοβάμαι μην καεί το στόμα μου.

Μα βλέπεις, η αγάπη είναι ανήμερο θεριό που τρώει την ζωή μας…. Μα μόλις φύγει καταλαβαίνουμε ότι αυτή ήταν η ζωή μας.

Η αγάπη είναι μεγάλη όταν την περιμένουμε ή όταν την χάνουμε. Όταν την έχουμε μας ξεφεύγει. Χάνουμε την αίσθηση της. Και την ξαναποκτούμε μόνο όταν την χάσουμε. Κοίταξε να ζήσεις την αγάπη που έχασες. Να χαρείς την αγάπη που περιμένεις. Καν’την τραγούδια, ξενύχτια. Καν’την βιβλία, αταξίες. Μόνο μην την μοιρολογάς. Είναι σαν να την βρίζεις. Σαν να τη κλεινεις τον δρόμο να ξανάρθει.»

- Διαφήμιση -