Καθώς περνάνε τα χρόνια η απουσία της διεισδυτικής σκέψης του Μάνου Χατζιδάκι, του καλλιτέχνη από την Ξάνθη που δημιουργούσε το καθετί με απλότητα και συνάμα με μαγεία, μοιάζει να γίνεται ολοένα και πιο αισθητή. Ήταν και παραμένει μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες αυτού του τόπου, αλλά και όσων τόπων έτυχε να τον ανακαλύψουν στην πορεία των χρόνων, ακόμα και μετά το πέρας της ζωής του. Οι μουσικές του θα ταξιδεύουν αιώνια γύρω μας, θα χρωματίζουν συναισθήματα, θα παραμονεύουν σε νοσταλγικές γωνιές του νου, θα γεμίζουν μνήμες κι ελπίζουμε να βρουν μια επάξια θέση ακόμα και στα ιστορικά βιβλία του μέλλοντος…
Τα χρόνια του Τρίτου
Μία ξεχωριστή ενότητα της προσωπικής του διαδρομής αποτελεί η προσφορά του στα ερτζιανά, από τη θέση του διευθυντή του Τρίτου Προγράμματος της ΕΡΤ. Το 1975 αναλαμβάνει καθήκοντα σε ένα Ραδιομέγαρο που προσπαθεί να συνέλθει από την επέλαση της επταετούς δικτατορίας, ψάχνοντας για νέα πατήματα και νέες οδούς. Ο ίδιος συμβάλλει καθοριστικά στην καλλιτεχνική του ανάπτυξη και εξέλιξη. Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει την ιστορική εκπομπή για παιδιά «Εδώ Λιλιπούπολη» που εκπέμπεται επί των ημερών του. Το 1978 εγκαινιάζει τα προσωπικά του πεντάλεπτα «Σχόλια» του Τρίτου. Σύντομες, φιλοσοφημένες, καλλιτεχνικές, κοινωνικές, άλλοτε καυστικές, πάντοτε όμως καίριες τοποθετήσεις για τα όσα συμβαίνουν ή… δεν συμβαίνουν, πίσω σε εκείνες τις χρονολογίες.
Το 1980 τα «Σχόλια» αποκτούν απτή μορφή και κυκλοφορούν σε βιβλίο, καθώς, όπως σημειώνει ο ίδιος στον πρόλογο της έκδοσης, «γιά μιάν ακόμη φορά η ποιητική συνείδηση καί η έκφραση της καταδιώχθηκε καί εξαναγκάστηκε στή σιωπή. Η έκδοση λοιπόν αυτών των Σχολίων ήταν επιβεβλημένη γιά νά μήν ξεχνάμε τήν αθλιότητα καί τίς οδυνηρές αλήθειες του καιρού μας καί του τόπου μας».
Αθήνα, 27 Νοεμβρίου 1980 | Μάνος Χατζιδάκις
Ο οξύς, μα αληθινός και πάντα επίκαιρος λόγος του, μας καλεί να τον κοιτάξουμε κατάματα και να στοχαστούμε, ίσως για όλα αυτά που ζούμε ή πράττουμε κι εμείς οι ίδιοι, τέσσερις -και βάλε- δεκαετίες μετά…
Για τον σκοπό αυτό, παρατίθενται σύντομα αποσπάσματα, όπως διατυπώνονται στο βιβλίο «Τα Σχόλια του Τρίτου», από τις εκδόσεις Εξάντας και όπως τα εκφωνούσε ο ίδιος λίγα χρόνια νωρίτερα από τα μικρόφωνα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας.
Φωτογραφία εξωφύλλου: Γιώργος Χατζιδάκις Χειρόγραφο του Μ.Χατζιδάκι για Τα Σχόλια του Τρίτου
«Είναι τό Τρίτο, θάλεγα:
Σάν αγορά υποδημάτων γιά παιδιά, πού ακόμη δεν έχουν ενηλικιωθεί.
Είναι σάν σμήνος πελαργών ή μελαγχολικών περιστεριών.
Σάν ακροβάτες πού κινούνται σέ φανταστικά σκοινιά (…)
Καί όπως θάλεγεν ο Σουρής επιτυχώς:
Τό Τρίτο τούς ελέφαντες διώκει
Καί τιμήν επιδιώκει…»
(Κυριακή, 30 Απριλίου 1978)
«Προσπαθώ νά εκμαιεύσω τήν ποιητική συνείδηση μου, αυτήν πού οφείλουμε νά συνειδητοποιούμε καί νά καλλιεργούμε όλοι μας, γιατί είναι η μόνη ελεύθερη καί αδιάφθορη συνείδηση μας, μπρός στίς τόσες εθνικές ή προοδευτικές σκοπιμότητες του καιρού μας».
(Κυριακή 25 Ιουνίου 1978)
«Όποιος δέν φοβάται τό πρόσωπο του τέρατος, πάει νά πει ότι του μοιάζει (…) Ο Φρανκεστάιν έγινε πόστερ καί στολίζει τό δωμάτιο ενός όμορφου αγοριού. Τό αγόρι ονομάζεται Πινοσέτ ή Βιντέλλα, κι ολομόναχο χορεύει μέ πάθος ένα ταγκό ελλειπτικό. Δέν υπάρχει Μουσική, ούτε τραγουδιστής από κοντά. Μονάχα ένας ρυθμός ατέλειωτος καί αριθμοί (…) αριθμοί όχι εντελώς αποσαφηνισμένοι των εξαφανισθέντων, βασανισθέντων καί νεκρών».
(Κυριακή, 30 Ιουλίου 1978)
«Σήμερα είναι όλα τόσο διαφορετικά, όπως θά έλεγε η μακαρίτισσα κι αυτή, Μπλάνς Ντυμπουά του Τέννεση Γουίλλιαμς. Η φαντασία μας κατήντησε ένα καθημερινό χάπενιγκ γιά τό οποίο δέν τρέφουμε καμιά εκτίμηση, ούτε μεις ούτε οι γείτονες μας».
(Κυριακή, 27 Αυγούστου 1978)
«Τούς φοβερίζει η άρνηση μας νά ενταχθούμε στίς ομάδες αυτών πού όταν κοιμούνται, τά χέρια τους είναι από μέσα ή απ’ έξω από τό πάπλωμα. Γιατί τά χέρια τά δικά μας τήν ώρα του ύπνου, ζωγραφίζουν ελεύθερα τούς ανέμους, μέ χρώματα καί μέ σχηματισμούς πτηνών, καί μας τοποθετούν παντοντινά μές στούς αιώνες, μέ τήν αθάνατη κι ερωτική μορφή του Λαχειοπώλη τ’ Ουρανού».
(Κυριακή, 13 Μαΐου 1979)

«Κύριοι,
Σκοτώστε τήν μνήμη. Ξεκινείστε απ’ τήν αρχή.
Μονάχα έτσι μπορούμε νά ελπίσουμε σέ μιά θαρραλέα ένταξή μας στούς χρόνους τούς μελλοντικούς ενός κόσμου, πού θά γελάει κάποτε μαζί μάς, γιατί μας συγκινούσαν ιδιαίτερα οι νεκροί, οι μουσικές καί τ’ άστρα».
(Κυριακή, 20 Μαΐου 1979)
«Καί τί νά μου κάνει η λογική όταν οι ήρωες γλιστράν σάν χέλια, μέσα στον Χρόνο καί στήν φαντασία (…) Ύστερα είναι καί η συνήθεια των ηρώων νά μή μιλούν. Νά στέκονται θλιμμένοι, μελαγχολικοί μές σέ δασύλλια καί σέ πάρκα ερημικά επιμένοντας νά συμβολίζουν μεγαλεία καί ηρωισμούς των σχολικών βιβλίων.
Θάσαν καλοί ασφαλώς, γιά έναν κόσμο καλλίτερο».
(Κυριακή, 10 Ιουνίου 1979)
«Ποιά είναι η σημερινή Αθήνα, μέ ρωτούν, η Αθήνα του εβδομήντα εννιά. Μπορείτε νά τήν περιγράψετε; Τούς απαντώ: Μιά Αθήνα σκεφτική. Μέ προβλήματα πού της χαράζουν τό πρόσωπο. Μέ μιά εξαίσια καί γοητευτική μόλυνση περιβάλλοντος. Μέ παγωμένες σχέσεις καιί πληγωμένη συμπεριφόρά».
(Κυριακή, 15 Ιουλίου 1979)
«Μαζί μέ τό κορίτσι των ονείρων πού σας μίλησα, υπήρχε καί τό εκκρεμές. Κάπου στό Νέο Φάληρο (…) ένα παλιό εκκρεμές τρυπούσε τήν καρδιά μας, μέ ισόχρονα χτυπήματα δευτερολέπτων, πού λές καί θέλαν νά τήν τεμαχίσουν καί νά παλέψουν μέ τήν πρόθεσή μας, πού ήταν: Νά σταματήσουμε τόν Χρόνο, νά αιχμαλωτίσουμε ετούτη τή στιγμή, τήν μία, τήν μοναδική, πού μας κρατούσε απόλυτα δικούς της μαζί μέ τ’ αφρισμένα κύματα πού έτσι καθώς ήτανε χειμώνας, φτάναν μέχρι τό παραθύρι του δωματίου, μέσα εκεί πούμασταν οι δύο καί πίναμε τό σπιτικό κρασί του γερο-ταβερνιάρη, καί προσπαθούσαμε… τόν Χρόνο νά τόν κάνουμε δικό μας»
(Κυριακή, 9 Δεκεμβρίου 1979)