Ήταν ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο; Ήταν η Γιούλια η χειρότερη στον κόσμο; Μάλλον όχι. Γιατί όμως αυτή η επιλογή του τίτλου; Προς τι τόση ευθεία επίθεση στην πρωταγωνίστρια; Γιατί να αξίζει ένα τόσο βαρύ κατηγορώ;
Οι αναπόφευκτες εσωτερικές συγκρούσεις οδηγούν στη λύτρωση
Ας πιάσουμε όμως το νήμα της ιστορίας από την αρχή. Ένα κινηματογραφικό νήμα που ο εκ Δανίας Νορβηγός σκηνοθέτης, Γιοακίμ Τρίερ, ξετυλίγει σε δώδεκα εξαιρετικά κεφάλαια με πρόλογο και επίλογο, ρομαντισμό και ειλικρίνεια, ονειροπόληση και προσγείωση, ελπίδα και ματαίωση, προσμονή και διάψευση. Ο Γιοκίμ Τρίερ σκηνοθετεί μια εξολοκλήρου ιστορία αγάπης θέτοντας στο επίκεντρο της τη Γιούλια, μια γυναίκα, η ψυχοσύνθεση της οποίας πραγματώνεται μέσα από πολλαπλές αντιθέσεις. Σα να θέλει να μας υπενθυμίσει ότι για πολλές από εμάς οι εσωτερικές συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες, προκειμένου να βρούμε στο τέλος μιας αναστοχαστικής διαδρομής μια λυτρωτική και απελευθερωτική ανανέωση.
Μια ηρωίδα σε υπαρξιακή κρίση
Η Γιούλια στο πρώτο κεφάλαιο της ταινίας εμφανίζεται ως μια πολλά υποσχόμενη φοιτήτρια της ιατρικής, το γυρίζει στην Ψυχολογία και μετά στη φωτογραφία. Η ηρωίδα δεν ξέρει τι θέλει. Το αναζητά εναγωνίως, το διεκδικεί, πέφτει και προσπαθεί να σηκωθεί, στηριζόμενη στα δικά της πόδια και πετώντας κάθε ανθρώπινη πατερίτσα που έχει γύρω της. Μια ηρωίδα σε υπαρξιακή κρίση, λίγο πριν τα τριάντα γνωρίζει τον έρωτα και συνάμα την αγάπη στο πρόσωπο του πνευματώδους, μεγαλύτερου από εκείνη, κομίστα, ονόματι Άξελ. Η σχέση τους αφορά μια ιστορία αγάπης απόλυτης – όπως φαίνεται και στο φινάλε του κινηματογραφικού δράματος. Δυο άνθρωποι που είχαν αμοιβαία να δώσουν ο ένας στον άλλον τα χαμένα κομμάτια από το ψηφιδωτό που συγκροτεί το ευτυχισμένο εγώ τους. Κι αν ο Άξελ ήταν σίγουρος και σταθερός γι΄αυτό, κάνοντας όνειρα για μια ζωή στην οποία η Γιούλια θα είχε θέση συνοδοιπόρου. Εκείνη ως ένα εξαιρετικό παράδειγμα του τι σημαίνει να είσαι 30άρα στο σήμερα, σε έναν κόσμου ατελείωτης μεταβλητότητας και χαοτικής πληροφορίας, νιώθει τη ρευστότητα, πανικοβάλλεται με τη σταθερότητα και αναζητά τη γοητεία της αβεβαιότητας του έρωτα.

Η Γιούλια σχεδόν «πρέπει» να είναι φεμινίστρια.
Εκείνο που εγείρει ερωτήματα είναι το γιατί ο (άντρας!) σκηνοθέτης επιλέγει να παρουσιάσει το σύγχρονο φεμινισμό σα ψυχαναγκασμό. Η Γιούλια σχεδόν «πρέπει» να είναι φεμινίστρια. Η πολιτική ορθότητα παρουσιάζεται σε μεγάλο βαθμό σαν καρικατούρα που απειλεί τον αυθορμητισμό της τέχνης και την ελευθερία της έκφρασης, έννοιες τις οποίες αντιπροσωπεύει και υπερασπίζεται αρσενικό υποκείμενο. Ο Τρίερ παρουσιάζει έναν φεμινισμό χωρίς περιεχόμενο και ουσία. Ένα φεμινισμό που τον ενδιαφέρει μονάχα το φαίνεσθαι και καθόλου το είναι. Ωστόσο, όσα προβλήματα κι αν έχει ο φεμινισμός που διαπλάθεται εντός του νεοφιλελευθερισμού δεν στερείται ουσιαστικών διεκδικήσεων και περιεχομένου.
Η έννοια της ελευθερίας φαντάζει σχεδόν αδύνατη
Όμως, ο Τρίερ καταφέρνει να σκηνοθετήσει με μαεστρία τη συνεχή αμφιθυμία της Γιούλια, η οποία αν και δεν ξέρει τι θέλει, αναγνωρίζει μέσα της το αίσθημα της δίψας. Δίψα για ατελείωτη ζωή. Δίψα για ελευθερία, έρωτα, απολαύσεις και πάνω από όλα ενηλικίωση. Και πώς να ξεδιψάσει η ηρωίδα αν δεν ξέρει τι θέλει; Αν τα θέλει όλα ταυτόχρονα; Έρωτα και αγάπη μαζί. Περιπέτεια και σταθερότητα. Αν νιώθει φτερό στον άνεμο; Το σίγουρο είναι πως η Γιούλια είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της γενιάς των millennials, οι οποίοι βιώνοντας καθημερινά έναν τεχνολογικό και υλικό οργασμό δημιουργούν ανελλιπώς ακόρεστες ανάγκες και ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Η Γιούλια και τολμώ να εικάσω πολλές/οί από εμάς έχουμε εμπεδώσει την αδυναμία συγκέντρωσης σε ένα πράγμα εξαιτίας της υπερπληθώρας υλικών, πνευματικών και σωματικών απολαύσεων. Ο Τρίερ μιλάει λίγο πολύ για όσα πραγματεύεται ο Γερμανός κοινωνιολόγος Ούρλιχ Μπεκ στο βιβλίο του Κοινωνία της Διακινδύνευσης: Κατακερματισμός του υποκειμένου σε μια κοινωνία συνεχούς έκτακτης ανάγκης. Εδώ ο Τρίερ με κινηματογραφικούς όρους υπαινίσσεται πως η έννοια της ελευθερίας φαντάζει σχεδόν αδύνατη, καθώς το υποκείμενο είναι ανήμπορο να θέτει ιεραρχήσεις και προτεραιότητες που οδηγούν στην αυτοπραγμάτωση και την πληρότητα.

«Κανείς δεν θα γελάει όπως γελούσαμε εμείς»
Ο Τρίερ παρουσιάζει τη ζωή της νεαρής πρωταγωνίστριας σαν ένα ακανόνιστο παιχνίδι που στο τέλος του δεν προσφέρει αυτό για το οποίο έχει φτιαχτεί. Απόλαυση. Κι αυτό γιατί σκηνοθετεί μια ηρωίδα με αισθήματα ανικανοποίητα. Φοβάται να μείνει σε μια επιλογή (Άξελ) μήπως χάσει άλλες, όπως είναι ο γοητευτικός αυθορμητισμός που της δίνει ο άλλος άντρας που έρχεται στη ζωή της, ο Έιβιντ. Μια αστή που μπορεί να έχει τα πάντα και τελικά μένει στον άσο. Γιατί προσπαθεί να ενηλικιωθεί παίζοντας, αν και πολύ γοητευτικά, ανώριμα και απερίσκεπτα. Ο Νορβηγός κινηματογραφιστής καταφέρνει να αναδείξει το αδιέξοδο μιας γυναίκας στην πιο κρίσιμη καμπή της ζωής της που αχόρταγα θέλει και οριακά ψυχαναγκάζεται να ζήσει τα πάντα, να μην χάσει τίποτα. Και τελικά συντρίβεται γιατί κυνηγώντας να ικανοποιήσει το ανικανοποίητο χάνει κάτι πολύτιμο, που εξηγείται σε μια μόνο φράση του Άξελ: «Κανείς δεν θα γελάει όπως γελούσαμε εμείς, κανείς δεν θα μιλάει, όπως μιλούσαμε εμείς».
Ναταλία Διονυσιώτη
Πληροφορίες της ταινίας
Παραγωγή: Νορβηγία, Γαλλία, Σουηδία, Δανία
Σκηνοθεσία: Γιόακιμ Τρίερ
Σενάριο: Γιόακιμ Τρίερ, Έσκιλ Βογκτ
Ηθοποιοί: Ρενάτε Ρέινσβε, Άντερς Ντάνιελσεν Λίε, Μαρία Γκράτσια Ντι Μέο
Φωτογραφία: Κάσπερ Τούξεν
Μουσική: Όλα Φλότουμ
Διάρκεια: 128′
Διανομή: Danaos Films, Rosebud.21