- Διαφήμιση -
Print Friendly, PDF & Email

Ο Μάνος Μοναστηριώτης μεγάλωσε με τα ακούσματα των δεκαετιών του 80′ και 90′. Μέσα από τις λέξεις και την μουσική καταφέρνει να αγγίξει τις πιο ευαίσθητες χορδές της ψυχής μας με την ευαισθησία και την λυρικότητα των στίχων του. «Τα τραγούδια είναι στιγμές αγρύπνιας, όταν το σώμα σου αρνείται ν’αποδεχθεί τη φθορά και το μυαλό σπάει σε κομμάτια που συχνά σε κοιτούν από ψηλά ή αφ΄υψηλού γελώντας με τη ζωή σου που μάταια προσπαθείς να βάλεις σε μια τάξη», διαβάζουμε στην εισαγωγή του άλμπουμ «Μολυβένια Τρένα».
Ο Μάνος Μοναστηριώτης είναι στο επάγγελμα φιλόλογος, συνθέτης, τραγουδοποιός. Πολυπράγμων. Η μουσική του εκφράζει τη δική του πολιτική στάση, μια συναισθηματική πολιτική. Στα τραγούδια του είναι έκδηλη η ποιητική διάθεση που εξυμνεί την αγάπη αλλά και τις αντιξοότητες, την επιτυχία, τη ματαίωση, με μια ρομαντική και ταυτόχρονα πεσιμιστική διάθεση. Με τη μουσική του, μας βάζει στον δικό του κόσμο, μέσα από τη διαφορετική κάθε φορά ενορχήστρωση αλλά και ιστορία που έχει να διηγηθεί το κάθε τραγούδι, δίχως την παρουσία επαναλαμβανόμενων μοτίβων.
Με ρίζες που κρατούν από Κέρκυρα και Κεφαλονιά, ασχολήθηκε με τη μουσική από μικρή ηλικία. Μιλά στο CalendArt για τα ερεθίσματα που τον έκαναν να ασχοληθεί με την τραγουδοποιία αλλά και τις προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει κάποιος μέσα στον χώρο της μουσικής.

Πώς μπήκε η μουσική στη ζωή σου?
Η μουσική μπήκε στη ζωή μου από τον πατέρα μου όταν μου έφερε μια κιθάρα ως δώρο. Μάλλον επειδή καταλάβαινε ότι εδώ υπάρχει ένα θέμα, καθώς άκουγα συνέχεια μουσική και κοιμόμουν με το ραδιόφωνο αγκαλιά, με το πρώτο ή το δεύτερο πρόγραμμα τότε της ραδιοφωνίας ή άκουγα ολόκληρα θεατρικά έργα στο ραδιόφωνο, όταν υπήρχε το θέατρο στο ραδιόφωνο. Με τη κιθάρα εκεί κόλλησα κι άρχισα μόνος μου να μελετάω. Ήμουν 9-10 χρονών όταν πήγα στο ωδείο και ξεκίνησα να κάνω μαθήματα αλλά δεν μπορώ να πω ότι με ωφέλησε παρότι έκανα αρκετά χρόνια και μάλιστα στο ωδείο Αθηνών, το οποίο ήταν πιο σκληρό και συντηρητικό. Όλα αυτά τα αποτίναξα κάποια στιγμή 17 χρονών. Τα σταμάτησα. Ενδιάμεσα πήγα κι έκανα φλάουτο για δυο χρόνια, αλλά δεν ήταν το όνειρο το οποίο με ενθουσίαζε. Προφανώς με είχε κουράσει πολύ το ωδείο κι έβλεπα ότι δεν είχα σκοπό να ακολουθήσω την καριέρα ενός σολίστα, κλασικού κιθαρίστα.

Τι σε κούρασε περισσότερο στο ωδείο και πώς συνεχίστηκε η ενασχόληση με τη μουσική;
Ήταν συντηρητικά τα πράγματα. Τότε είχα αρχίσει να ακούω πάρα πολύ ροκ μουσική, 15-16 χρονών, και μάλιστα πράγματα που δεν τα άκουγαν οι υπόλοιποι. Άκουγα μαζί Βαμβακάρη με Χέντριξ. Περίεργα πράγματα ή άκουγα ό,τι πιο φοβερό και τρομερό ήταν στην τζάζ, τα οποία δεν τα έβρισκα στο ωδείο. Και αποφάσισα να το σταματήσω και να αρχίσω να γρατζουνάω την κιθάρα μου αλλιώς. Δηλαδή να προσπαθώ να ψάξω πράγματα και να βγάζω δικές μου μελωδίες.
Από 17 χρονών άρχισα να γράφω με έναν πολύ παράξενο τρόπο τον οποίο ακόμα και τώρα δεν μπορώ να καταλάβω και να ερμηνεύσω. Δηλαδή εκείνη τη στιγμή που έπαιζα κάτι μου ερχόντουσαν κάποιες λέξεις στα αγγλικά και προσπαθούσα να τις προσαρμόσω στη μελωδία. Φυσικά οι λέξεις αυτές ήταν ακατάληπτες. Δηλαδή αν τις έβαζες δίπλα δίπλα δεν έβγαζες μια ολοκληρωμένη πρόταση, απλά μου άρεσε ο ήχος τους και έβγαζαν κάποιους στίχους που αν τους έγραφες δεν καταλάβαινες τίποτα. Το επόμενο στάδιο ήταν αυτές οι αγγλικές λέξεις να γίνουν ελληνικές. Αυτό που λέω τώρα είναι κάτι το εντελώς ακατάληπτο και περίεργο, σχιζοειδές. Δηλαδή οι αγγλικές λέξεις γίνονταν ελληνικές αλλά όχι στη μετάφρασή τους αλλά στον ήχο τους.

Μέχρι τότε έγραφα πρωτόλεια πράγματα. Τα οποία φυσικά τα έγραφα, τα ηχογραφούσα πρόχειρα και τα έσκιζα, τα πέταγα. Αυτά πρέπει να ήταν γύρω στα εκατό τέτοια τραγούδια τα οποία κάποια στιγμή όταν γύρισα από φαντάρος, 23 χρονών θυμάμαι ότι πήρα δυο κασέτες που είχα ηχογραφήσει και τις πέταξα.


Δεν σε ικανοποιούσε αυτό που άκουγες;
Ναι δεν μου άρεσε καθόλου. Δηλαδή κατάλαβα ότι αυτά που έγραφα ήταν για τα δικά μου αφτιά εκείνη τη στιγμή σκουπίδια. Τι κράτησα όμως, έτσι; Κράτησα τη διαδικασία. Βρήκα τον Σωκράτη Μάλαμα, ο οποίος ήταν στις αρχές του τότε, δεν τον ήξεραν πολλοί και με πρόσχημα ότι ήθελα να του πάρω μια συνέντευξη γιατί τότε συνεργαζόμουν με ένα περιοδικό, του έδειξα τη δουλειά μου, του έδωσα μια κασέτα. Η συνέντευξη δεν έγινε ποτέ γιατί το περιοδικό δεν άρεσε στον Σωκράτη. Και καλά έκανε γιατί δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο αλλά παρ’όλα αυτά ήπιαμε έναν καφέ στην Πλάκα όπου έμενε και συζητήσαμε. Ακούγοντας τη δουλειά μου είπε κάποια πράγματα, τα οποία ήτανε πολύ σοβαρά, πολύ αληθινά και πολύ στιβαρά. Και είχε δίκιο σε αυτό που είχε πει ότι αυτά που γράφεις κρύβουνε κάτι αλλά σαν αποτέλεσμα δεν λέει κάτι. Η συμβολή του ήταν καθοριστική αν και δεν το ξέρει ο ίδιος, τον συνάντησα μετά από χρόνια και του το είπα. Ήταν καθοριστική γιατί κατάλαβα ότι αφενός αυτά που έγραφα ήταν πρωτόλεια πράγματα, ότι αφετέρου πρέπει να χρησιμοποιώ γέφυρες στα τραγούδια, κάποια περάσματα για να μπορέσει να υπάρξει μια ποικιλία στην μουσική και οι στίχοι μου να είναι λιγότερο αφηρημένοι.

Βασικές μουσικές επιρροές;
Βασικές επιρροές μου πριν γνωρίσω τους έντεχνους, ήταν οι τρύπες, ήταν η γενιά του house, ο Παύλος Σιδηρόπουλος τον οποίο τον ακολουθούσαμε σε κάθε live που έκανε. Το τελευταίο του ήταν στο An Club με μπαταρισμένο το χέρι από την χρήση και μια εβδομάδα μετά έφυγε, 6 Δεκέμβρη του 90′. Και φυσικά πήγαμε στην κηδεία του στον κόκκινο μύλο και τραγουδούσαμε πάνω από τον τάφο του. Ήταν πολύ έντονες στιγμές. Έχω ζήσει πολύ δυνατές στιγμές, πολύ ωραίες. Α και βέβεαια βασική επιρροή δικιά μου ήταν ο Μάνος Λοΐζος . Ο Μάνος Χατζηδάκης ήταν σε άλλο μήκος κύματος σεβαστός, τρομερός απίστευτος αλλά ο Λοΐζος για όλους εμάς, τη γενιά τη δικιά μας ήταν αυτός που μας έβαζε τη μελωδία. Και κάτι που δεν ξέρει πολύς κόσμος είναι ότι έγραφε και καταπληκτικούς στίχους. Δεν μελοποιούσε μόνο. Ήταν μια απίστευτη προσωπικότητα. Με τον Λοΐζο εγώ είχα πάθει ένα μεγάλο κόλλημα και εξακολουθώ να τον λατρεύω.

Kάποια στιγμή στην σκοπιά στη Ρόδο που ήμουν, άκουσα ένα τραγούδι του Μάλαμα, την αράχνη. Ένα τραγούδι καταπληκτικό για εμένα, το λατρεύω και το παίζω πάντα. Όταν το πρωτάκουσα από την κρατική ραδιοφωνία φυσικά, γιατί μόνο η κρατική ραδιοφωνία θα μπορούσε να παίξει ένα τέτοιο τραγούδι, τρελάθηκα. Μέχρι τότε άκουγα πολύ λίγη ελληνική μουσική. Άκουγα κυρίως ξένη, αποκλειστικά ξένη ροκ μουσική, Zeppelin, οτιδήποτε είχε σχέση με μαύρα πράγματα, με θάνατο. Αμέσως μετά ακούω και δεύτερο τραγούδι από Μάλαμα, που ήταν “τα μεταξωτά”. Τότε τα είχε πρωτοβγάλει ,τσέκαρα το όνομα κι από εκεί ξεκίνησε το μεγάλο κόλλημα. Αλλά παρεπιπτώντος ο Μάλαμας με οδήγησε στον Χατζηδάκη, παράξενο. Δηλαδή τότε άρχισα να ερευνώ τον Χατζηδάκη. Τον ήξερα όπως και τον Θεοδωράκη αλλά δεν τους είχα μελετήσει ποτέ. Τον Ζαμπέτα επίσης που θεωρώ ότι δεν υπάρχει άλλος σαν εκείνον παγκοσμίως. Απίστευτος μελωδός και απίστευτη προσωπικότητα. Ο Άκης Πάνου αργότερα. Πράγματα τα οποία ήταν εντελώς αντιφατικά μεταξύ τους.


Είσαι τραγουδοποιός, γράφεις δική σου μουσική και στίχους. Αυτό είναι ένα φαινόμενο που στην Ελλάδα ενώ ήταν σε άνθιση, τα τελευταία χρόνια δεν το συναντάμε συχνά. Ποιος είναι ο λόγος κατά τη γνώμη σου;
Οι τραγουδοποιοί ξεκίνησαν ουσιαστικά μετά την μεταπολίτευση. Μέχρι την μεταπολίτευση ήταν το πολιτικό τραγούδι και μετά την μεταπολίτευση σαφώς συνέχισε για κάποια χρόνια μέχρι το 80′. Δηλαδή όποιος δεν άκουγε τότε πολιτικό τραγούδι δεν άκουγε τίποτα. Ήταν κομμάτι του πολιτισμού μας βασικά. Ήταν φυσικά στην μόδα το πολιτικό τραγούδι λόγω όλων αυτών που είχαν πάθει τότε οι Έλληνες, είναι λογικό και κυρίως λόγω της ποίησης γιατί το πολιτικό τραγούδι είχε σχέση και με την ποίηση.
Όμως από το 80’ και μετά, από την εποχή που το Πασόκ ήρθε ως οδοστρωτήρας και γκρέμισε μια ολόκληρη εποχή για να χτίσει, υποτίθεται μια άλλη, άσχετα με το ότι δεν έχτισε, άρχισαν να αλλάζουν τα πράγματα στο τραγούδι. Από την άποψη του ότι πλέον, άνθρωποι που τότε άκουγαν Χατζηδάκη, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο πήραν την κιθάρα τους, πήραν το πιάνο τους κι άρχισαν να παίζουν μόνοι τους στο δωμάτιό τους και να γράφουν οι ίδιοι. Τι τους οδήγησε σε αυτό; H ανάγκη να πούνε κάτι διαφορετικό, όχι τόσο άμεσα πολιτικοποιημένο αλλά πιο πολύ εσωτερικευμένο, να μην αφορά δηλαδή τόσο πολύ το πλήθος αλλά τον εαυτό τους και αυτό είναι το τραγούδι, αυτός είναι ο τραγουδοποιός. Δηλαδή γράφουμε για πράγματα που αφορούν εμάς και αν αφορούν και πέντε έξι, καλώς. Εάν δεν αφορούν δεν μας ενδιαφέρει. Όποιος τραγουδοποιός πει για παράδειγμα ότι γράφει για τους άλλους, λέει ψέματα. Είναι υπερβολικός. Γράφουμε για τον εαυτό μας.
Το τραγούδι που θα γράψει ένας τραγουδοποιός, όσο και να θέλαμε εμείς να αγκαλιάσουμε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους, παραμένει ένα τραγούδι ερμητικά κλειστό στον εαυτό του. Καλώς ή κακώς, δεν ξέρω, ακριβώς επειδή εκφράζει τον δημιουργό εκείνη τη στιγμή.

Ωστόσο ο πολύς κόσμος -κι αυτό είναι μια δικιά μου εκτίμηση- δεν ενδιαφέρεται πλέον να τον τσιγκλίσεις. Ο πολύς κόσμος θέλει να ξεχαστεί, θέλει πολύ απλά να ακούει κάτι ανάλαφρο, αποφεύγει την ενδοσκόπηση, αποφεύγει την πληγή, δεν του αρέσει.


Γιατί αποφεύγουμε να αντιμετωπίσουμε τις πληγές μας;
Αυτό συμβαίνει γιατί όλοι από ένα σημείο και μετά θέλουμε να δείχνουμε στους άλλους κάτι άλλο από αυτό που είμαστε. Ο πρώτος λόγος είναι αυτός και δεύτερον, θεωρούμε πάντα ότι αξίζουμε κάτι καλύτερο από αυτό που αξίζουμε.
Αυτό σημαίνει ότι ο τραγουδοποιός ο οποίος θα γράψει και θα ξύσει πληγές, τις πληγές τις δικές του, θα έρθει και θα ξύσει και την δικιά σου πληγή. Εσύ όμως δεν θες εκείνη τη στιγμή γιατί πολύ απλά πιστεύεις ότι την πληγή σου θα την επουλώσει ο χρόνος και θα μείνει πίσω. Δεν σου αρέσει να έρθει κάποιος και να σου ξύσει την πληγή, είναι σαν μια σχέση. Δεν θα μας άρεσε ο άνθρωπός μας να μας ξύνει συνέχεια τις πληγές. Θα μας άρεσε περισσότερο να μας κολακεύει.

Mέσα από τη δουλειά σου θέλεις να τσιγκλίσεις. Ποιόν ακριβώς;
Τσιγκλίζω τον εαυτό μου για να τσιγκλίσω και τους άλλους. Δεν μπορώ να ακούω δηλαδή τραγούδια τα οποία είναι σ’αγαπώ, μ’αγαπάς, πάμε να φύγουμε, χέρια ψηλά, κλπ… Ωραία, εντάξει μια χαρά είναι. Όλα αυτά είναι τραγουδάκια τα οποία είναι ανώδυνα, ωραία στο να χαθείς, να διασκεδάσεις. Όπως θα μπορούσες να παρακολουθήσεις μια πολύ ωραία ταινία καταστροφής με ποπ κορν και κοκα κολα και μετά τι; Μετά τίποτα. Αυτό εμένα δεν με αφορά αλλά δυστυχώς το 98% των ανθρώπων κι αυτό που λεω δεν είναι υπερβολή, δεν θέλει να τον τσιγκλήσεις, θέλει να τον αφήσεις στην ησυχία του να ακούσει αναγνωρίσιμα πράγματα, δηλαδή αναγνωρίσιμες μουσικές φωνές, αναγνωρίσιμο, οικείο στοίχο, να μην το ψάξουν πολύ.
Έψαχνα πάντα να βρω κάτι που μου πάει το μυαλό και την ψυχή πιο πέρα κι όχι απλά να περάσω έτσι. Αυτό όμως είναι μια στάση ζωής, είναι μια πολιτική. Το τραγούδι είναι πολιτική στάση ζωής, όπως και ο έρωτας.
Ερωτεύεσαι κάποιον γιατί έχει κάποια γνωρίσματα, όχι μόνο εξωτερικά, ναι εξωτερικά σίγουρα αλλά έχει κάποια άλλα ιδιαίτερα γνωρίσματα.. Έτσι είναι και το τραγούδι. Σου αρέσει να ακούς αυτό το τραγούδι κι όχι κάποιο άλλο, από πολιτική στάση. Πολιτική στάση εννοώ από έναν τρόπο συμπεριφοράς, πρόκειται για μια στάση ζωής.
Ένα αξιακό σύστημα έχει ο καθένας μας και θα επιλέξει να φάει και να πιεί και να ερωτευτεί συγκεκριμένα πράγματα τα οποία ανταποκρίνονται στο αξιακό του σύστημα.


Ποια είναι η δική σου αλήθεια, η αλήθεια που θέλεις να περάσεις μέσα από τη μουσική σου;
Ότι πρέπει να αντιδράσει ο κόσμος απέναντι σε μια βαρβαρότητα, η οποία υπάρχει από τότε που γεννήθηκε ο άνθρωπος φυσικά. Αλλά στις μέρες μας για να είμαστε πιο πραγματιστές, στην Ελλάδα τα τελευταία 40-50 χρόνια υπάρχει μια απίστευτη βαρβαρότητα σε καθαρά πολιτικό πλαίσιο και θα πρέπει οι άνθρωποι να αντιδράσουν κάποια στιγμή, όχι μόνο με λόγια αλλά και με πράξεις. Δηλαδή με μια συνειδητή άρνηση της βαρβαρότητας. Κι όταν λέω βαρβαρότητα εννοώ βαρβαρότητα σε πολιτικό επίπεδο, βαρβαρότητα σε οικονομικό, σε συναισθηματικό επίπεδο. Ένας εκβιασμός του ανθρώπου που έχει σχέση με τις εξουσίες.
Το δικό μου τραγούδι, αυτό που γράφω εγώ δεν είναι ερωτικό. Ακόμα και τα ερωτικά μου τραγούδια είναι κοινωνικά. Δηλαδή έχουν και αυτή τη διάσταση. Δεν με ενδιαφέρει να γράψω ένα ερωτικό τραγούδι και να είναι απλά ερωτικό, να μην έχει άλλη διάσταση..

Και τι θέλω να πω πολύ απλά στον διπλανό μου; Ότι πρέπει να ξυπνήσεις γιατί κάποιοι σου παίρνουν τη ζωή και εσύ τους αφήνεις. Τόσο απλά. Γι΄αυτό και μου αρέσουν σχήματα και καλλιτέχνες που έχουν το θάρρος και εκφράζουν αυτό το πράγμα.

- Διαφήμιση -


Σε μια εποχή που ζούμε σήμερα, πολύ γρήγορων ρυθμών, δυστοπικών καταστάσεων, η λυρικότητα των στίχων σου είναι κι ένα καταφύγιο, μια απόδραση από αυτή την πραγματικότητα;
Απόδραση από τον εαυτό μου είναι ουσιαστικά. Επειδή όλοι μου λένε όταν ακούνε ένα τραγούδι μου ότι στέκονται στον στίχο και αυτό να πω την αλήθεια με εκνευρίζει γιατί είναι σαν να μου λένε ότι δεν γράφω καλή μουσική.
Προσωπικά θεωρώ ότι το τραγούδι για να είναι καλό πρέπει να είναι πενήντα πενήντα, δηλαδή πρέπει να είναι το δέσιμο, η αρμονία μουσικής και στίχου αλλά σε ό,τι αφορά τον στίχο επειδή κι εγώ είμαι παράξενος όταν ακούω ένα καινούριο τραγούδι, στέκομαι πάρα πολύ στο τι λέει. Και στα ξένα τραγούδια ψάχνω να βρω τους στίχους για να δω τι ακριβώς λένε και μερικές φορές απογοητεύομαι κιόλας γιατί λένε πολύ πιο απλά πράγματα απ’ότι πίστευα. Νομίζω όλοι το έχουμε βιώσει αλλά γενικά είμαι πολύ απαιτητικός στον στίχο, τον δουλεύω πολύ και τον δουλεύω μορφικά, δηλαδή θέλω να διαβάζω τον στίχο χωρίς την μουσική και να είναι σαν να διαβάζω ένα ποίημα. Είμαι λίγο κολλημένος σε αυτό, ίσως και να μην πρέπει να το κάνω τόσο πολύ, να αφήνω να αναπνεύσει πιο πολύ ο στίχος αλλά είναι ένα κόλλημα δικό μου αυτό. Είμαι λίγο απαιτητικός, ναι.


Ποιές είναι οι ποιητικές ή λογοτεχνικές σου επιρροές;
Μια πολύ μεγάλη αγάπη μου πάντα ήταν ο Καρυωτάκης. Επίσης πολύ μεγάλη μου αγάπη ήταν είναι και θα είναι η Κική Δημουλά. Λατρεία μου επίσης ο Σεφέρης. Ο Ελύτης δεν με ενθουσίασε ποτέ. Τον Σεφέρη τον λατρεύω κι όπως επίσης λατρεύω κι έχω σε πρώτο πλάνο πάντα τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Μανώλη Αναγνωστάκη και τον ποιητή τον Βύρωνα Λεοντάρη τον οποίο ευτυχώς, ευτυχώς για εμένα δηλαδή τον μελοποίησα,γιατί δεν μελοποιώ εύκολα.
Το «Είμαι φτωχός», το οποίο ήτανε μια συγκυρία πολύ παράξενη γιατί όταν πέθανε ο Λεοντάρης και άκουσα ένα αφιέρωμα στο ραδιόφωνο, τον ξαναθυμήθηκα και ξεσκόνισα λίγο τους στίχους και έπεσα επάνω στο “είμαι φτωχός”, το οποίο είναι από τα πρώτα του ποίηματα τα οποία εκδόθηκαν μετά. Πήρα την κιθάρα μου και μου βγήκε σε πέντε λεπτά. Είναι ίσως από τα λίγα τραγούδια που μου έχουν βγει τόσο γρήγορα. Κάποιοι νομίζουν ότι με παίδεψε πάρα πολύ. Δεν με παίδεψε καθόλου. Ήταν δηλαδή κάτι που έκανα για πλάκα και δεν θεωρούσα ότι αυτό αξίζει. Όταν το έπαιξα μετά από μέρες στο δωμάτιό μου με εξέπληξε το γεγονός ότι μου άρεσε. Εγώ το έκανα απλά έτσι γιατί ήθελα να τραγουδήσω κάτι από Λεοντάρη εκείνη τη στιγμή και με εξέπληξε.


Τι χρόνος συνήθως χρειάζεται για να γραφτεί ένα τραγούδι;
Μπορεί να πάρει μια ημέρα μέχρι ένα χρόνο. Απλά και πάλι θα πω πως γράφω παράξενα. Δεν μελοποιώ στίχο, βάζω στίχο σε μουσική. Υπάρχει ένα μουσικό θέμα το οποίο μου βγαίνει εκείνη τη στιγμή στην κιθάρα και παράλληλα μου έρχεται, αυτό που ανέφερα και στην αρχή, ο ήχος ελληνικών λέξεων. Ο ήχος, όχι ακόμα το νόημα.. Δεν ξέρω τι θέλω να πω και σιγά σιγά με πηγαίνει σε μια ιστορία, την οποία μπορεί να την ξεκινήσω από ένα σημείο α και τελικά να φτάσει να γίνει μια άλλη ιστορία, την οποία εγώ δεν είχα ποτέ στο μυαλό μου. Δηλαδή πηγαίνω χωρίς να έχω κάτι συγκεκριμένο, χωρίς να έχω ένα πλάνο. Με εξιτάρει η μουσική, ο ήχος των λέξεων και σιγά σιγά αυτό μου δημιουργεί εικόνες. Λειτουργώ πάρα πολύ με εικόνες. Στο μυαλό μου έχω διάφορες εικόνες και προσπαθώ να τις δέσω. Δεν έχω μια συγκεκριμένη ιστορία, με αρχή, μέση και τέλος. Δεν με ενδιαφέρει τόσο πολύ αυτό, αν και κάποια τραγούδια μου έχουν μια ιστορία. Με ενδιαφέρει να πλάσω στο μυαλό μου μια κατάσταση. Όταν συμβεί αυτό, εκεί κλείνω τα πάντα και λέω εδώ είμαστε. Σεισμός να γίνει εγώ θα κάτσω εκεί πέρα και μπορεί να μην το ολοκληρώσω αλλά θα χαρώ με τη διαδικασία. Το τραγούδι είναι τα πρώτα δευτερόλεπτα που θα σου έρθει κάτι. Το υπόλοιπο είναι επεξεργασία. Κι επίσης πολύ σημαντικό είναι η στιγμή που θα παίξεις το τραγούδι μπροστά σε άλλους και το live.
Είναι αυτό που έλεγε ο Ζαμπέτας, κάθομαι κάτω από τα πλατάνια και ακούω τα πουλιά να τραγουδάνε και μετά εμπνέομαι, αυτό είναι η μουσική.


Μέσα από τα τραγούδια σου καταλαβαίνουμε ότι αγαπάς τους ανθρώπους και την παρατήρησή τους.
Ναι αυτό αγαπάω, την παρατήρησή τους. Αγαπώ τις αντιδράσεις τους, γιατί είμαι ένας παρατηρητής. Συμπάσχω με τους ανθρώπους όταν υπάρχει κάποιος λόγος και μου αρέσει αυτό να το καταγράφω. Όμως δεν αγαπάω τους ανθρώπους μόνο και μόνο επειδή είναι άνθρωποι. Aγαπάω αυτούς τους ανθρώπους που προσπαθούν να είναι άνθρωποι. Γιατί νομίζουμε ότι είμαστε άνθρωποι. Δεν είμαστε, είμαστε κάποια πρωτόγονα ζώα τα οποία είναι σε μια διαδικασία ενανθρώπισης.


Ποιόν ονομάζεις άνθρωπο;
Άνθρωπο για παράδειγμα ονομάζω τον Αλέκο Παναγούλη, ο οποίος πέθανε, τον σκότωσαν μάλλον επειδή πάλεψε για τα ιδανικά του. Άνθρωπο ονομάζω τον Σπύρο Μουστακλή που τον βασάνισε η χούντα και τελικά πέθανε, ενώ αυτός είχε συγχωρήσει τους βασανιστές του, κάτι το οποίο εγώ δεν θα μπορούσα να το κάνω ποτέ. Άνθρωπο ονομάζω τον ιερέα ο οποίος δεν ανήκει σε κάποια ιεραρχία της εκκλησίας και είναι πολύ άδολος μέσα του και πιστεύει στον θεό και ακολουθεί αυτό που έχει στο μυαλό του και στην ψυχή του εκατό τοις εκατό.
Ανθρώπους επίσης θεωρώ όλους αυτούς που θυσιάζονται για αυτά που έχουν στο μυαλό τους, τα ιδανικά που έχουν σε σχέση με ένα συγκεκριμένο αξιακό σύστημα. Άνθρωπο επίσης θεωρώ αυτόν που περιμένει στην ουρά για να πάρει το τρόλεϊ στις 5 το πρωί για να πάει στη δουλειά του ή τον εργάτη ή τον οδοκαθαριστή που κάνει κάτι πολύ πιο χρήσιμο από εμένα. Γιατί εγώ ας πούμε μπορεί να μπαίνω στην τάξη να λεω κάποια πράγματα τα οποία θα ξεχαστούν την αμέσως επόμενη ώρα, ενώ ο υπάλληλος του δήμου θα με προστατέψει από τα μικρόβια. Αυτοί είναι οι άνθρωποι για εμένα και αυτούς εγώ θεωρώ πολύ σημαντικά στοιχεία της κοινωνίας. Το θέμα είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν επίγνωση της σπουδαιότητάς τους και δεν προσπαθούν να αναδείξουν τον εαυτό τους. Εδώ εμπλέκεται και η πολιτική σε αυτό.
Ναι δηλαδή δεν είναι πολιτικά όντα. Είναι σε μια διαδικασία περισσότερο του να περάσουν τη ζωή τους και να ζήσουν, όχι όμως να γίνουν πολιτικά όντα. Αυτό είναι ένα πρόβλημα. Θα πρέπει όλοι μας να γίνουμε πολιτικά όντα.
Κι εγώ ας πούμε που σου μιλάω που έχω ας πούμε μια κατασταλαγμένη άποψη για τα πράγματα κι εγώ δεν θεωρώ για τον εαυτό μου πως είναι απολύτως πολιτικό όν. Προσπαθώ.


Στο σχολείο διδασκόμαστε την ιστορία όπως θα έπρεπρε;
Όχι, γι’αυτό και λεω για τους μαθητές πως όταν περνάνε το κατώφλι της α’ δημοτικού ουσιαστικά περνάνε το κατώφλι της αμάθειας, γιατί η φαντασία του παιδιού λειτουργεί στο έπακρο στο νηπιαγωγείο και μετά δυστυχώς μπαίνουν σε ένα σύστημα συγκεκριμένο που πολτοποιεί τις σκέψεις και τη φαντασία. Παύει η φαντασία του παιδιού και μπαίνει σε καλούπια κι ο καθηγητής ακολουθεί ένα σύστημα συγκεκριμένο. Είμαστε κι εμείς δηλαδή στην ουσία αυτό που λέγαν οι Pink Floyd, “Another brick in the wall”. Ακριβώς αυτό είμαστε, άλλο ένα τούβλο.

Πώς συνδυάζεται η μουσική με την διδασκαλία;
Η ενασχόλησή μου με την μουσική δεν προσκρούει στην άλλη ιδιότητα που έχω, την επαγγελματική. Είναι κοντά, συνδέονται. Απευθύνομαι και στις δυο περιπτώσεις σε ένα κοινό. Το ότι είναι φιλόλογος κάποιος δεν σημαίνει ότι γράφει και ωραίους στίχους αλλά υπάρχει πιθανώς μια παραπάνω τριβή.
Υπάρχουν σπουδαίοι στιχουργοί οι οποίοι είναι μαθηματικοί. Υπάρχουν άνθρωποι με καθαρά θετικό τρόπο σκέψης αλλά που έχουν μέσα τους τη φιλοσοφία. Για παράδειγμα ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο οποίος είναι κορυφαίος για εμένα δημιουργός, ο οποίος ήταν πολιτικός μηχανικός αλλά είναι ένας πολύ μεγάλος ποιητής, φιλόσοφος απίστευτος που έχει πάρει τη φόρμα του δημοτικού τραγουδιού και την έχει εξελίξει με έναν δικό του τρόπο. Πιο παλιά, ο Βαγγέλης Γερμανός που κάποιοι τον ειρωνεύονται κιόλας, σπουδαίος μουσικός με ωραίους στίχους, μαθηματικός.


Η έμπνευση μπορεί να έρθει ξαφνικά ή είναι μια διαδικασία ενδοσκόπησης;
Πολύ ξαφνικά. Για εμένα προσωπικά δεν υπάρχει καμία ενδοσκόπηση, η όποια ενδοσκόπηση έχει γίνει πιο πρίν. Όταν γράφεις δεν κάνεις ενδοσκόπηση απλά γράφεις αυτό για το οποίο έχεις δουλέψει χρόνια.

Σε κάποιο στίχο λες «Δεν έχεις χρώμα ούτε πατρίδα, δεν έχεις φίλους ούτε εχθρούς, είσαι ενα πιόνι στην παρτίδα και κουβαλάς ξένους σταυρούς». Αυτή η πεσιμιστική διάθεση ταυτίζεται με την μοναξιά του καλλιτέχνη;
Το να μην έχεις ούτε φίλους ούτε εχθρούς είναι η απόλυτη μοναξιά. Γιατί αν έχεις εχθρούς πάει να πει ότι κάτι αξίζεις. Αυτό το τραγούδι μιλάει για έναν άνθρωπο που θέλει να ξεφύγει, να φύγει από όλα. Υπάρχει η ανάγκη, η τάση φυγής. Θέλεις να έχεις την ψευδαίσθηση ότι θα είσαι ελεύθερος κάπου αλλού, ενώ κι εκεί δεν θα είσαι.

Λίγο πολύ σε όλο τον καλλιτεχνικό χώρο δεν είναι όλα πλασμένα με τις αγνότερες των προθέσεων. Υπάρχει κάτι που να σε ενοχλεί περισσότερο στον χώρο της μουσικής;
Δεν υπάρχει καμία σύμπνοια. Δεν υπάρχει δηλαδή αυτή η αίσθηση ότι είμαστε μαζί και δημιουργούμε.
Η τέχνη γενικότερα δυστυχώς είναι και ταξικό ζήτημα πλέον. Οι εταιρίες έχουν τελειώσει. Δεν υπάρχουν πλέον εταιρίες παραγωγής, υπάρχουν εταιρίες διανομής του υλικού, να σου κόψουν το cd. Το οποίο cd είναι άχρηστο πλέον απλά εμείς το κυκλοφορούμε, το διακινούμε, ούτε καν το αγοράζει ο κόσμος. Υπάρχουν πλέον άνθρωποι και παιδιά που δεν ξέρουν καν τι είναι το cd. Σε μια γενιά που η δικιά μου ήμασταν βινυλιομανείς.
Δεν πουλάει το cd το ξέρουμε. Κόβουμε τη δουλειά μας με δικά μας έξοδα, μόνο και μόνο για να τη δίνουμε σε ανθρώπους που συμπαθούμε και σε παραγωγούς για να παίξουνε στο ραδιόφωνο. Γι’αυτό το κάνουμε.


Η μουσική παιδεία πώς καλλιεργείται;
Με την δική σου ενασχόληση με τα πράγματα, με την ατομική δηλαδή φροντίδα. Δηλαδή δεν θα περιμένω εγώ από το σχολείο να μου δώσει παιδεία, δυστυχώς.
Όταν είσαι ανήσυχο μυαλό, είσαι ανήσυχος και σε αυτόν τον τομέα. Ακούς διάφορα πράγματα. Αν δεν ψάξεις μόνος σου κάποια πράγματα, δεν θα φτάσεις.
Για να επιστρέψω στην σύμπνοια, εμείς λοιπόν μεταξύ μας οι μουσικοί, οι τραγουδοποιοί είμαστε αποκομμένοι, δηλαδή ο καθένας είναι μέσα στον κόσμο του και καθένας είναι πολύ κλεισμένος μέσα στον εαυτό του. Δυστυχώς δεν συνεργαζόμαστε εύκολα και δυστυχώς δεν ακούει ο ένας την ιδέα του άλλου.
Είμαι λίγο αφοριστικός. Μακάρι να μαζευόμασταν 4-5 άτομα, κατά καιρούς το κάναμε αυτό είχαμε κάποια στέκια και μαζευόμασταν και παίζαμε κάτι το οποίο μου έχει λείψει γιατί και με την πανδημία χαθήκαμε και φυσικά επειδή κλείσανε οι χώροι αλλά έχω την εντύπωση πως δεν είναι μόνο αυτό. Τώρα λοιπόν που ας πούμε τα πράγματα βαίνουν ομαλώς και υπάρχει μια κατάσταση σαφώς αναγέννησης. Ένα πράγμα μόνο δεν έχει αλλάξει. Τι είναι αυτό; Το να υπάρχουν συνεργασίες ουσιαστικές. Όταν λέω συνεργασίες, εννοώ να μαζευτούμε τέσσερις πέντε παντελώς άγνωστοι και να κάνουμε ένα event μαζί, χωρίς να έχουμε κανένα κόμπλεξ και να το οργανώσουμε.


Ποιά είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίζει ένας μουσικός σήμερα;
Την μεγαλύτερη δυσκολία την αντιμετωπίζεις όταν τελειώσει η δουλειά και βγει προς τα έξω. Γι’αυτό πιστεύω, πως στην επιτυχία, αυτό που μετράει είναι ένα 5% το ταλέντο και το υπόλοιπο είναι δουλειά και προώθηση. Το πόσο είναι δουλειά και πόσο προώθηση είναι σχετικό. Αλλά σημασία δεν έχει τι ταλέντο έχεις αλλά πώς θα το διαχειριστείς.

Οι τίτλοι των δίσκων σου πώς επιλέχθηκαν;
Ο τίτλος «Να περιμένω το αύριο» είναι από το ομώνυμο τραγούδι αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν η αίσθηση που ήθελα να έχω, εγώ ένας απαισιόδοξος άνθρωπος, να βάλω έναν τίτλο που να νομίζει αυτός που θα το δει ότι είμαι αισιόδοξος. Δεν έχω βάλει στίξη. Θα μπορούσα να έχω βάλει ερωτηματικό ή αποσιωπητικά. Σκόπιμα οπότε ο καθένας μπορεί να το εκλάβει όπως θέλει.
Τα «Mολυβένια Tρένα» είναι από τα δύο τραγούδια «Μολυβένια» και «Τρένα» και ήθελα εκεί έναν τίτλο που να παραπέμπει στην αίσθηση του δίσκου που είναι περισσότερο σαν τα παιδικά παιχνίδια που είχαμε, τα τρενάκια και τους μολυβένιους στρατιώτες, η αίσθηση της παιδικότητας που έχει χαθεί πλέον.


Πρόκειται για μια δουλειά που έγινε με μια αίσθηση νοσταλγίας;
Ναι, βέβαια δεν είμαι από τους ανθρώπους που μεμψιμοιρεί και κλαίγεται για το παρελθόν. Έχω κάποια κολλήματα στο παρελθόν αλλά θέλω να ζω το παρόν. Τα «Μολυβένια Τρένα» όμως είναι ένας δίσκος που είναι πολύ πιο εσωτερικός από τον πρώτο μου. Είναι πιο εσωτερικευμένα τα πράγματα και είναι και σε άλλη ενορχήστρωση. Το «Να περιμένω το αύριο» είναι πιο «ροκ» επειδή την παραγωγή την είχε αναλάβει ο φίλος ο Κώστας Παρίσσης από τα υπόγεια ρεύματα, ο κιθαρίστας και πολύ σπουδαίος παραγωγός, καθώς όλοι έχουν περάσει από τη Νέα Σμύρνη από το studio Praxis.
Όταν τον γνώρισα κατάλαβα πως έχουμε τον ίδιο τρόπο σκέψης και ακολούθησα πιστά ό,τι μου είπε. Με καθοδήγησε και πήρε επάνω του τη δουλειά αυτή. Στο δεύτερο άλμπουμ πάλι με τον Κώστα Παρίση, γιατί πέρα από την πολύ καλή ηχογράφηση και τη δουλειά που έκανε ως τεχνικός, είμαστε και φίλοι. Στα μολυβένια τρένα όμως, ακολούθησα μια άλλη ενορχήστρωση. Του είπα ότι θέλω να κάνω την ενορχήστρωση μόνος μου, να είναι πιο λυρικός ο δίσκος, να φωνάξουμε τσέλο, φλάουτο, μαντολίνο, ακορντεόν.

Πραγματικά βγήκε όπως το είχα στο μυαλό μου και αυτό έχει πίσω πολλή δουλειά και φυσικά τη συμβολή των μουσικών.
Eίναι πιο εσωστρεφές και κουβαλάει μνήμες πιο πολύ παιδικές και εσωτερικευμένες. Έτσι το νιώθω εγώ τουλάχιστον.


Κουβαλάμε πάντα το παρελθόν μας;
Νομίζω είμαστε το παρελθόν μας. Κακό αυτό να το λέμε αλλά νομίζω ότι είμαστε κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό το παρελθόν μας, από κάποια πράγματα δεν μπορούμε να ξεφύγουμε. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό.

Το θέμα του έρωτα και της αγάπης είναι βασικό στα τραγούδια σου. Μπορεί κάποιος να ζει χωρίς έρωτα;
Υπάρχουν δυο είδη έρωτα. Ο ένας έρωτας είναι αυτός που βιώνεται χωρίς αγάπη και ο άλλος μέσα στην αγάπη. Ο πρώτος είναι ο εξιδανικευμένος, ο οποίος κάποια στιγμή θα τελειώσει. Αν τελειώσει και συνεχίζεις κι έχεις πολύ δυνατά συναισθήματα για κάποιον και θέλεις να ξυπνάς μόνο μαζί του, τότε είναι αγάπη. Τότε έχει γίνει αγάπη ο έρωτας. Ο άλλος έρωτας όταν τελειώσει το στάδιο της εξιδανίκευσης και καταλάβεις ότι τελικά αυτό που σου άφησε όλη αυτή η ιστορία ήταν μόνο ένα πάθος κι όχι κάτι βαθύτερο, πάει να πει ότι τελείωσε, ήταν ένας απλός έρωτας. Δυνατός μεν αλλά χωρίς καμιά προοπτική. Που δεν χρειαζόταν να έχει κάποια προοπτική, απλά ήταν ένα κλασικό πάθος.

Αν έδινες κάποιον ορισμό στη μουσική, ποιός θα ήταν αυτός;
Θα απαντήσω συνδυάζοντας την απάντηση με τα «Μολυβένια Τρένα». Για εμένα η μουσική σε αυτό το στάδιο που βιώνω τώρα, είναι ένα τρένο στο οποίο επιβιβάστηκα, είδα πολύ όμορφα μέρη και με ξέχασε σε ένα σταθμό, έφυγε ενώ προσπαθούσα να κάνω ένα τσιγάρο και να ξανά ανέβω επάνω κι αυτό έφυγε μακριά μου.
Ναι δηλαδή η μουσική για εμένα είναι ένα τρένο το οποίο με παράτησε ενώ περάσαμε πολύ ωραία. Είναι ένα πάθος το οποίο δεν μπορείς ποτέ να το χορτάσεις. Να είσαι πάνω σε ένα βαγόνι και να πηγαίνεις, αυτή η θέληση υπάρχει, ακόμα κι αν είσαι μόνος σου στο βαγόνι ή δεν ξέρεις που πας. Αυτό υπάρχει.


Υπάρχει νέα δουλειά στα σκαριά;
Υπάρχουν τραγούδια καινούρια, τα οποία όμως δεν με ικανοποιούν και για να το θέσω πιο σωστά, για να αποφασίσω αν με ικανοποιούν θα πρέπει να τα δουλέψω, δηλαδή θα πρέπει να τα δοκιμάσω με έναν τρόπο που δοκιμάζω εγώ τα τραγούδια, δηλαδή να βγω εντελώς έξω από τον εαυτό μου και να τα ακούσω σαν να είμαι ένας άλλος άνθρωπος. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος, ο πιο ασφαλής για να πεις αν τα τραγούδια σου αξίζουν. Και για να το κάνεις αυτό θα πρέπει να μπεις σε ένα τριπάκι πολύ ιδιαίτερο που να μην υπάρχει κανένας γύρω σου, να έχει σταματήσει το σύμπαν και να είσαι μόνο εσύ και τα τραγούδια. Αυτό είναι το πιο δύσκολο πράγμα που μπορεί να γίνει και αυτό μου το είχε πει ο Σωκράτης Μάλαμας, δηλαδή να βγεις έξω από τον εαυτό σου, να ακούσεις τα τραγούδια για να καταλάβεις. Κι είναι μεγάλη αλήθεια.
Κι είναι κι αυτό που λέω και στους μαθητές μου, για να καταλάβεις αν ένα γραπτό έχει κάποια αξία, επειδή μου φέρνουν μερικές φορές να διαβάσω ποιήματα, κλπ. Τους εξηγώ βέβαια ότι η άποψή μου δεν έχει κάποια αξία, είναι απλά η άποψη κάποιου. Όταν βλέπω ότι κάποιος έχει κάποιο ταλέντο δεν θα το πω έτσι για να μην πάρουν τα μυαλά του αέρα, αλλά θα πω ότι βλέπω κάτι, το οποίο θέλει πολλή δουλειά που αν την κάνεις, αυτό το κάτι θα ανθίσει.

- Διαφήμιση -