- Διαφήμιση -

«Οι άνθρωποι δεν προσέχουν αν είναι χειμώνας ή καλοκαίρι όταν είναι ευτυχισμένοι…»

Αυτή η διάσημη φράση αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα της φιλοσοφικής θέασης των πραγμάτων που προβλημάτιζαν το ανήσυχο πνεύμα του Άντον Τσέχωφ.

Ο Ρώσος λογοτέχνης, το τρίτο εκ των έξι παιδιών μίας οικογένειας που βίωσε οικονομική πτώχευση, μπαίνει στον κόσμο της εργασίας από μικρή ηλικία, αποφοιτά από την ιατρική σχολή και, παράλληλα με την άσκηση του επαγγέλματός του, αναπτύσσει μία πλούσια συγγραφική δραστηριότητα, η οποία πληθαίνει και εξελίσσεται διαρκώς. Ο λόγος του λιτός, συγκεκριμένος, σαφής. Τόσο στις λέξεις, όσο και στις πράξεις. Μελετητής του ανθρώπινου σώματος και πνεύματος, κατανοεί βαθιά την ουσία των πραγμάτων.

Το καλοκαίρι του 1890 βρίσκεται στη νήσο Σαχαλίνη, βλέποντας από κοντά τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των καταδίκων. Καταγράφει τις εμπειρίες του και εκδίδει αργότερα το έργο με τίτλο «Νήσος Σαχαλίνη», σχολιάζοντας με ρεαλιστικό τρόπο τα -φρικτά- κακώς κείμενα.

Σε όλη του την ιατρική πορεία μεταβαίνει σε επαρχίες, αρνούμενος να δεχθεί χρήματα από τους μη έχοντες. Η ζωή του διέπεται από κοινωνικές δράσεις. Παίρνει πρωτοβουλίες για την ενίσχυση ανθρώπων των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων, πραγματοποιεί φιλανθρωπίες, αξιοποιώντας τα χρήματα για την ανέγερση σχολείων (σε Ταλιέζ και Μελίχοβο), ενώ συμβάλλει στη δημιουργία και τον εμπλουτισμό βιβλιοθηκών. Μέσα από την επιστημονική του θέση μάχεται για την καταπολέμηση της χολέρας και μέσα από τα γράμματα για την ίαση της ψυχής.

Αφιέρωση του Τσέχωφ σε φίλο του πάνω στο εξώφυλλου του βιβλίου «Νήσος Σαχαλίνη»


Τα ταξίδια του στις διάφορες επαρχιακές πόλεις πιθανώς να αποτύπωσαν μέσα του την πνιγηρή ατμόσφαιρα της κλειστής κοινωνίας, στοιχείο που διαπερνά την πλειονότητα των έργων του.

Οι ήρωές του αναζητούν συνεχώς διέξοδο, λύτρωση, μία οποιουδήποτε είδους διαφυγή που δεν φτάνει σχεδόν ποτέ… «Μα τι να γίνει, πρέπει να ζήσουμε, θα ζήσουμε», φέρεται να λέει ως κατακλείδα στον «Θείο Βάνια», η Σόνια. Κι ακριβώς μέσα από τις απογοητεύσεις, μα κυρίως μέσα από τις ματαιώσεις, ο Τσέχωφ έσπερνε κι έναν μικρό σπόρο ελπίδας. Ίσως σε κάποιο μελλοντικό χρόνο να άφηνε μία χαραμάδα φωτός από την οποία οι ήρωες του, όταν θα τολμούσαν να βγουν από την αδράνειά τους και θα στέκονταν απέναντι στις κοινωνικές συνθήκες, θα ανέπνεαν και θα έφταναν -τελικά!- στην πολυπόθητη Μόσχα ή απλά στην αυγή μίας αλλιώτικης ζωής. Μπορεί, πάλι, αυτές οι φωτεινές αχτίδες να αποτελούσαν φρούδες ελπίδες κάτω από τις οποίες ο άνθρωπος συνθλίβεται κατάκοπος. Αυτά τα επιμελώς -ή και όχι- μετέωρα διλήμματα, αυτές οι διττές αναγνώσεις, πιθανόν να προβληματίζουν (;) όσους καταπιάνονται με το έργο του Ρώσου λογοτέχνη μέχρι και σήμερα.

Ενδεχομένως κι οι όποιες οριοθετημένες ερμηνείες να μην αποτελούν το ζητούμενο. Άλλωστε, από μια δική του σκοπιά τα λόγια των προσώπων του φανέρωναν μια κάποια αίσθηση… κωμικότητας. Όσο κωμικοτραγικός μπορεί να είναι όλος ο ανθρώπινος μόχθος με τις αντιφάσεις, τα εμπόδια και τις αναβολές που θέτει ο καθένας για τον εαυτό του. Ο ίδιος θεωρούσε πως πολλά έργα του ήταν βασικά κωμωδίες και σχεδόν απελπιζόταν όταν έβλεπε να τα ανεβάζουν με τρόπο δραματικό. Σε σημείωμα του Κ.Σ. Στανισλάφσκι διαβάζουμε σχετικά με τις «Τρεις Αδελφές» πως «ο συγγραφέας ήταν σίγουρος πως είχε γράψει μια ευχάριστη κωμωδία, ενώ, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, όλοι είχαν την εντύπωση πως επρόκειτο για δράμα∙ πολλοί μάλιστα δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους. Αυτό έκανε τον Τσέχωφ να πιστεύει πως το έργο του δεν θα γινόταν κατανοητό και δεν θα είχε επιτυχία».


Σε κάθε περίπτωση, η αρετή της βαθιάς σύνδεσης και επικοινωνίας με τα πρόσωπα που έπλαθε κάθε φορά, τους έδινε τη δυνατότητα να ακολουθήσουν στη συνέχεια τον δικό τους δρόμο.

Η επιστημονική του ιδιότητα, η εκ των έσω γνώση της ανθρώπινης φύσης, δεν μπορεί να είναι άσχετη με τον τρόπο γραφής του. Μάλιστα, του έδινε ένα προβάδισμα έναντι άλλων δραματουργών, καθώς κατάφερνε να εισχωρεί στην ψυχοσύνθεση των ηρώων του με αγάπη και φροντίδα, προσδίδοντάς τους πιο γήινα χαρακτηριστικά. Ακουμπά επάνω τους με τρυφερότητα, κατανόηση κι ίσως με συμπόνια για όλα όσα συμβαίνουν στην κάπως μελαγχολική και πληκτική ζωή τους. Διηγείται ιστορίες για εκείνους και μόνο. Συνθέτει ένα περιβάλλον που να δίνει χώρο στην έκφραση όσων τους βασανίζουν. Η απλότητα, οι ξεκάθαρες γραμμές των σκέψεων και τα λιτά σκηνικά έδιναν στους χαρακτήρες του όλα όσα χρειάζονταν.

- Διαφήμιση -

Η φθορά και το ατελές της καθημερινότητας προβληματίζει τον ίδιο και συχνά εξαντλεί τους πρωταγωνιστές του που πάντοτε προσπαθούν να καταφύγουν σε αυτό που υπάρχει έ ξ ω. Άγνωστο αν τελικά θα είναι καλύτερο, είναι όμως μακριά από το ε δ ώ.


Οι λέξεις των έργων του συμπυκνώνουν την κοσμοθεωρία ενός ανθρώπου που πρόφτασε να ζήσει μόλις 44 χρόνια, αλλά κατάφερε να παραγάγει ένα πλούσιο και μεστό έργο με ξεχωριστή υπόσταση, μα κυρίως πλαισιωμένο με αγάπη για τους ταλαιπωρημένους και απογοητευμένους αυτού του κόσμου. Με το ερώτημα αν είναι απλά επίκαιρος ή διαχρονικός, θα τολμούσαμε να απαντήσουμε πως οι λέξεις που αναβλύζουν μέσα από τα γραπτά του προβάλλουν την έννοια της διαχρονικότητας. Άλλωστε, τα αιώνια ερωτήματα που ταλανίζουν τις ψυχές των ανθρώπων, παραμένουν καθολικά και διαπερνούν όλες τις εποχές. Η παρακάτω επιλογή σύντομων αποσπασμάτων, δυστυχώς ή ευτυχώς μοιάζει να το επιβεβαιώνει.


«Να δείτε που θα περάσει ένα διάστημα, διακόσια, ίσως τρακόσια χρόνια, και τότε οι άνθρωποι θα θυμούνται τη σημερινή εποχή, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, με τρόμο και ειρωνεία, κι όσα συμβαίνουν σήμερα θα τους φαίνονται πρωτόγονα, βαριά, σκληρά και αλλόκοτα. Αχ, αυτή θα είναι ζωή κάποτε στο μέλλον…» Βερσίνιν, Τρεις Αδελφές (μτφ.: Αλέξανδρος Ίσαρης και Γιώργος Δεπάστας).


«Φύγανε… Με ξεχάσανε… Δέν πειράζει, θά κάτσω εδώ… (…) Άμυαλα νιάτα! Πέρασε η ζωή… λές και δέν την έζησα…» Φιρς, Ο Βυσσινόκηπος (μτφ.: Άρης Αλεξάνδρου).


«Νάτην η ευτυχία, νάτην πού έρχεται, πλησιάζει όλο καί πιό κοντά. Ακούω κιόλας τά βήματά της. Κι άν ακόμα δέν τή δούμε, κι άν δέ τή γνωρίσουμε, τί πειράζει; Θά τήν δουν οι άλλοι». Τροφίμοβ, Ο Βυσσινόκηπος (μτφ.: Άρης Αλεξάνδρου).


«Πρέπει οι ισχυροί να μην υποδουλώνουν τους αδυνάτους, πρέπει η μειοψηφία να μην είναι για την πλειοψηφία παράσιτο ή όργανο που να της απομυζεί αιώνια τους καλύτερους χυμούς, δηλαδή πρέπει όλοι χωρίς εξαίρεση -δυνατοί και αδύνατοι, πλούσιοι και φτωχοί- να παίρνουν εξίσου μέρος στη βιοπάλη». Η ζωή μου (μτφ.: Αντρέας Σαραντόπουλος).


«Όλους εμάς τους απλούς ανθρώπους μας εξαπατούσαν, μας έκλεβαν στους λογαριασμούς (…) Μου έδιναν εφτά καπίκια το ρολό, μα μου είπαν να υπογράψω πως με πληρώνουν για δώδεκα (…) Εννοείται για κανένα μας δικαίωμα δεν μπορούσε να γίνει ούτε λόγος, και τα μεροκάματα μας είμαστε υποχρεωμένοι να τα ζητάμε κάθε φορά σαν ελεημοσύνη, όρθιοι στην πίσω πόρτα και με βγαλμένο καπέλο». Η ζωή μου (μτφ.: Αντρέας Σαραντόπουλος).


«Μα και δεν είναι γελοίο, τάχα, να σκέφτεσαι για δικαιοσύνη τη στιγμή που κάθε αυθαιρεσία γίνεται δεκτή από την κοινωνία σαν μια λογική και σκόπιμη αναγκαιότητα, και κάθε επιείκια, όπως είναι μια απαλλακτική απόφαση, προκαλεί μια πραγματική έκρηξη από δυσαρέσκεια κι εκδικητικότητα;» Θάλαμος Νο 6 (μτφ.: Αντρέας Σαραντόπουλος)


«Κι εγώ, καθισμένος εκεί κοντά στο παράθυρο, κοιτάζοντας τον κόσμο που έκανε τις βόλτες του κι ακούγοντας το πιάνο να κουδουνίζει, είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου με τα ίδια μου τα μάτια με τι μανία βιάζεται η μία γενιά ν’ αντικαταστήσει την άλλη και ποια μοιραία σημασία στη ζωή του ανθρώπου έχουν ακόμη κι εφτά – οχτώ χρονάκια!» Φώτα (μτφ.: Αντρέας Σαραντόπουλος)

«Δεν θέλω καθόλου να βγει από μένα κάτι ιδιαίτερο, να δημιουργήσω κάτι μεγάλο, θέλω απλώς να ζω, να ονειροπολώ, να ελπίζω, να προφταίνω παντού… Η ζωή, αγαπητέ μου, είναι σύντομη, κι επιβάλλεται να τη ζήσει κανείς όσο γίνεται πιο όμορφα».

Τρία Χρόνια (μτφ.: Αντρέας Σαραντόπουλος)


«Η Σαχαλίνη είναι ο τόπος των πιο ανυπόφορων μαρτυρίων στα οποία είναι δυνατό να υποβάλλεται ο άνθρωπος, ελεύθερος ή φυλακισμένος (…) Όλη η προηγμένη Ευρώπη γνωρίζει πλέον ότι δεν είναι ευθύνη των φυλακών, η ευθύνη είναι στον καθένα από μας. Αλλά αυτά μας αφήνουν αδιάφορους, δεν ενδιαφέρουν κανέναν». Επιστολή στον Αλεξέι Σουβορίν, Μόσχα, 9 Μαρτίου 1890


«Αυτή τη δεξιοτεχνία, αυτό το παιχνίδι με τη σοβαρή σκέψη η γενιά μας τα έμπασε στην επιστήμη, στη λογοτεχνία, στην πολιτική και παντού όπου η οκνηρία δεν την εμποδίζει να φτάσει. Μα ταυτόχρονα με τη δεξιοτεχνία, τη μαστοριά, έμπαζε την ψυχρότητα, την πλήξη, τη στενοκεφαλιά…» Φώτα (μτφ.: Αντρέας Σαραντόπουλος)


«Δεν είμαι φιλελεύθερος, ούτε συντηρητικός, δεν είμαι προοδευτικός, ούτε μοναχός, δεν είμαι αδιάφορος… Θα ήθελα να είμαι ελεύθερος καλλιτέχνης – και λυπάμαι μόνο που ο Θεός δε μου ‘δωσε τη δύναμη γι’ αυτό. Μισώ το ψέμα και τη βία σε όλες τις μορφές τους (…) Ο φαρισαϊσμός, η χοντροκεφαλιά και η αυθαιρεσία δεν βασιλεύουν μόνο στα σπίτια των εμπόρων και τα κρατητήρια». Προς Α. Πλεστστέγεφ, Μόσχα, 4 Οκτωβρίου 1888


«Θα ήθελα μόνο να πω στους ανθρώπους, με κάθε εντιμότητα: κοιτάξτε, κοιτάξτε, λοιπόν, πόσο άσχημα ζείτε, πόσο είναι ανιαρή η ύπαρξη σας! Το σημαντικό είναι να το καταλάβουν αυτό (…) Ο άνθρωπος θα γίνει καλύτερος όταν όταν θα του έχουμε δείξει πώς είναι αυτή η ζωή». Επιστολή χωρίς ημερομηνία (1900;)


Βιβλία αναφοράς
Αλλαρντάϋς Νίκολ, Παγκόσμια Ιστορία Θεάτρου, Τόμος Δ’, Μετάφραση: Μαρία Οικονόμου, Αθήνα, Ευρωεκδοτική
Άντον Τσέχωφ, Τρεις Αδελφές, Μετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης και Γιώργος Δεπάστας, Αθήνα, Εκδόσεις Ύψιλον 2005
Άντον Τσέχωφ, Νουβέλες, Μετάφραση: Αντρέας Σαραντόπουλος, Αθήνα, Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος Α.Ε, Β’ Έκδοση 2019
Άντον Τσέχωφ, Η Τέχνη της Γραφής (Συμβουλές σε ένα νέο συγγραφέα), Μετάφραση: Βασίλης Ντινόπουλος, Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη 2017 (6η ∙ 1η: 2007)

- Διαφήμιση -