Κυριακή… Μια άχαρη, μελαγχολική ημέρα.. Έτσι την έχουμε πολλοί ήδη από μικρή ηλικία στο μυαλό μας όταν ξαφνικά συνειδητοποιούσαμε ότι το σαββατοκύριακο ήταν μια παύση στον μονότονο ρου της ζωής… Αυτή την Κυριακή του Γενάρη, θέλοντας να κάνω κάτι διαφορετικό επισκέφθηκα την εθνική πινακοθήκη.
Στον τρίτο όροφο της μόνιμης έκθεσης, ανάμεσα στον αφηρημένο εξπρεσιονισμό και την μεταμοντέρνα τέχνη, ένας πίνακας τραβάει αμέσως το βλέμμα αιχμαλωτίζοντάς το. Συμβολίζει τη δύναμη και την απελευθέρωση, την αποφασιστικότητα και την τόλμη. Είναι μια υπενθύμιση της δύναμης και της γοητείας της τέχνης. Ο λόγος για τον πίνακα του Αλέκου Φασιανού «Οι καβαλάρηδες της φωτιάς».

Δυναμικότητα, ένταση, αυθορμητισμός, αποφασιστικότητα. Είναι μερικές πρώτες σκέψεις -αισθήματα που γεννώνται σε κάποιον κοιτάζοντας τον εν λόγω πίνακα.
Ένας πίνακας σε κόκκινο χρώμα που αποδίδεται με μεγάλη ένταση και αποφασιστικότητα, όπως φαίνεται κι από τα τέσσερα ξέχωρα μάτια σε αυτόν.
Ο ίδιος ο Αλέκος Φασιανός περιγράφοντας τον εαυτό του και τις καλλιτεχνικές του επιρροές, ανέφερε πως «Τo χρώμα πρέπει πάντα να έχει μία σημασία!»
Ο Αλέκος Φασιανός άφησε την τελευταία του πνοή στις 16 Ιανουαρίου
Θλίψη γέμισε την Κυριακή μας η είδηση για τον χαμό του μεγάλου καλλιτέχνη την Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2022.
Παρότι ήταν γνωστό ότι τελευταία δεν ήταν καλή η κατάσταση της υγείας του, δεν παύει να μας αιφνιδιάζει η είδηση του θανάτου ενός καλλιτέχνη που το έργο του θα μείνει αναμφίβολα στην αιωνιότητα.
Η Ελλάδα έχασε έναν από τους μεγαλύτερους ζωγράφους της. Ο Αλέκος Φασιανός είναι γνωστός για τους χαρακτήρες του, βγαλμένους από την ελληνική μυθολογία και λαογραφία. Έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως ο Ματίς της σύγχρονης εποχής κι όχι άδικα, καθώς υπάρχουν αρκετά κοινά σημεία και επιρροές στο έργο και την τεχνική τους.
Είχε κλείσει τα 86 του χρόνια στις 25 Οκτωβρίου, την ίδια ημέρα με τα γενέθλια του Πικάσο. Υπήρξε κλινήρης για αρκετούς μήνες στο σπίτι του στου Παπάγου, στα προάστια της Αθήνας και πέθανε «στον ύπνο του» μετά από μακρά ασθένεια, όπως ανέφερε η κόρη του, Βικτωρία Φασιανού. Είχε ωστόσο αφήσει κάτω τα πινέλα του ήδη από το 2019.

Το βιογραφικό του εν συντομία
Είχε δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου φοίτησε από το 1956 έως το 1960, ενώ απέκτησε στη συνέχεια υποτροφία από την γαλλική κυβέρνηση και συνέχισε με σπουδές λιθογραφίας στην σχολή καλών τεχνών στο Παρίσι (1960 – 1963), δίπλα στους Clairin και Dayez. Έτσι ο πολυτάλαντος ζωγράφος μοίρασε τη ζωή του μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας, όπου τελικά παρέμεινε 35 ολόκληρα χρόνια, συναντώντας συγγραφείς και ζωγράφους, όπως ο Ματίς και ο Πικάσο, τους οποίους και θαύμαζε ιδιαίτερα. Η πρώτη ατομική του έκθεση παρουσιάστηκε το 1960 στην γκαλερί Α23 στην Αθήνα. Ακολούθησε μια πολυπληθής σειρά παρουσιάσεων στην Ελλάδα αλλά και στο διεθνή χώρο, όπως το Παρίσι, το Μόναχο, το Αμβούργο, το Μιλάνο, η Ζυρίχη, η Στοκχόλμη, το Λονδίνο και το Τόκυο.
Στις συμμετοχές του σε διεθνείς εκθέσεις συγκαταλέγονται οι Μπιενάλε του Σάο Πάολο (1971), της Βενετίας (1972) και η Μπιενάλε Γραφιστικής του Μπάντεν – Μπάντεν (1985). Το 2004 πραγματοποιήθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη αναδρομική έκθεση των έργων του με τίτλο «Φασιανός, Μυθολογίες του καθημερινού».
Εκτός από τη ζωγραφική και τη χαρακτική, έχει επίσης ασχοληθεί με την εικονογράφηση βιβλίων, τις εφαρμοσμένες τέχνες αλλά και τη συγγραφή κειμένων και τη σκηνογραφία· επί σειρά ετών είχε συνεργαστεί επίσης και με το Εθνικό Θέατρο (1975, 1976, 1978).
Η ομορφιά βρίσκεται σε αυτό που νιώθεις
Κατά τη διάρκεια παραμονής του στο Παρίσι διαμόρφωσε σταδιακά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τεχνικής του, ενώ κατάφερε να εξοικειωθεί και να ενσωματώσει στο έργο του τις μοντέρνες τάσεις που κυριάρχησαν τη δεκαετία του 60’. Σε αντίθεση ωστόσο με άλλους έλληνες ζωγράφους και καλλιτέχνες της γενιάς του δεν εστερνίστηκε απόλυτα τα ευρωπαϊκά πρωτοποριακά ρεύματα της εποχής. Διατήρησε το σεβασμό και την αγάπη του στα διδάγματα της γενιά του 30′ και την ελληνική τέχνη (αρχαία, βυζαντινή, λαϊκή). Παρέμεινε πιστός στις ελληνικές καταβολές του αλλά και τον δεσμό που είχε με τη βιωμένη εμπειρία στον ελληνικό χώρο.
«Εκεί, σ’ αυτό το σπίτι της Καλλιθέας, γεννήθηκε ο πρώτος ποδηλάτης καπνίζων. Ξαφνικά μια μέρα, ενώ στεκόμουν στο παράθυρο και κοιτούσα τον ουρανό, μου ήλθε η έμπνευση, σαν επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, να κάνω έναν ποδηλατιστή με τσιγάρο και καπνό και με τα μαλλιά του να ανεμίζουν».

Ανθρώπινες – υπεράνθρωπες φιγούρες
Υπέρογκες ανθρώπινες φιγούρες αποτελούν κυρίαρχο θέμα στα έργα του Φασιανού. Αποδίδονται με μια αριστοτεχνική απλοϊκότητα, η οποία και σταδιακά εξελίσσεται αποκτώντας μια ηχηρή παρουσία. Τα περιγράμματα είναι λιτά και καθαρά, με το χρώμα να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, αφού συχνά απλώνεται ενιαία σε όλη την επιφάνεια του πίνακα, δίνοντας μια ξεχωριστή ένταση στις μορφές που αποδίδονται με τρόπο ποιητικό.
«Ο πατέρας μου ήταν μουσικός και έτσι έμαθα να παίζω βιολί. Δεν νομίζω ότι αυτό με επηρέασε καθόλου. Γιατί ήθελα να ζωγραφίζω από μικρό παιδί. Μέχρι τα δεκαεφτά μου χρόνια ζωγράφιζα μόνος μου και είχα όλο τον μαγικό κόσμο των εικόνων, στις εκκλησίες, και από την άλλη μεριά την αγαλματολατρεία των αρχαίων Ελλήνων».
Μυθολογικές επιρροές
Τα μοτίβα αποκτούν μια μυθική διάσταση. Τόσο τα ανθρωποκεντρικά μοτίβα (ποδηλάτες, καπνιστές, ερωτικά ζευγάρια, κ.ά) όσο και εκείνα που περιγράφουν αντικείμενα ή και τόπους, προέρχονται από μια οικεία καθημερινότητα, η οποία όμως παίρνει μια μυθική διάσταση με έμμεσες και άμεσες αναφορές σε πρόσωπα της ελληνικής μυθολογίας.

«Σε ισορροπία μεταξύ ρεαλισμού και αφαίρεσης»
Στην ίδια σχολή με τον Matisse και τον Picasso, ο Φασιανός, απαρνήθηκε κάθε περιορισμό, βάζοντας στο επίκεντρο και χωρίς πολλές φανφάρες και φωτοσκιάσεις, τους χαρακτήρες του, προερχόμενους από τη μυθολογία αλλά και τη Βυζαντική τέχνη.
Η ελληνική πολιτική σκηνή αποτίοντας φόρο τιμής το απόγευμα της Κυριακής στον ζωγράφο ανέφερε χαρακτηριστικά πως
ο Φασιανός «μας αφήνει μια πολύτιμη κληρονομιά» με το έργο του και την συμβολή του στον ελληνικό πολιτισμό. Ο πολυτάλαντος καλλιτέχνης είχε πει προσφάτως πως θα πρέπει να αντιμετωπιστεί η πανδημία με «αλληλεγγύη, αγάπη και παιδεία». Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι «στις περισσότερες δημιουργίες του ο άνθρωπος βρίσκεται στο επίκεντρο».

Η «ελληνικότητα» της έμπνευσής του
Από το Παρίσι μέχρι το Μόναχο, από το Τόκιο μέχρι το Σάο Πάολο, τα έργα του Φασιανού έχουν κάνει τον γύρο του κόσμου. Μπορεί κανείς να τα δεί πιο συγκεκριμένα στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στο Παρίσι, στο Ίδρυμα Maeght ή στην Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα. Η Γαλλία, η δεύτερη πατρίδα του, του απένειμε τη διάκριση του Αξιωματικού της Λεγεώνας της Τιμής και του Ταξιάρχη του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων, που του απονεμήθηκε το 2020.
Όμως «η ελληνική τέχνη ήταν πάντα η έμπνευσή του, από τη μυθολογία μέχρι τη σύγχρονη Ελλάδα», όπως έχει δηλώσει χαρακτηριστικά και η σύζυγός του. «Πάντα πίστευε ότι ένας καλλιτέχνης πρέπει να δημιουργεί με αυτό που ξέρει».. Όπως έχει αναφέρει ο ίδιος ο καλλιτέχνης: «αυτό που ξέρω είναι η Ελλάδα, ο ουρανός είναι μπλε, άρα ζωγραφίζω με μπλε, ξέρω τα ελληνικά νησιά, τη θάλασσα, τα κύματα…».

«Μου άρεσε επίσης και η γιαπωνέζικη τέχνη και η ινδική ζωγραφική-Ταντρική. Όμως δεν είχα την μυστικοπάθεια. Άρχισα να ζωγραφίζω πάλι ανθρώπους με στολή και παράσημα μέσα σε κήπους. Δεν είχαν καμία κίνηση. Ήταν ανέκφραστοι και κρατάγανε λουλούδια. Αργότερα οι μικρές αυτές φιγούρες των ανθρώπων με τις στολές που έκανα άρχισαν να διαλύονται, να γίνονται τα όντα τα χρωματιστά με τα λουλούδια γύρω γύρω, άλλοτε καλά, άλλοτε τρομερά. Και τώρα αυτά που ζωγραφίζω κρατούν φλεγόμενα σπαθιά όπως οι βυζαντινοί άγιοι. Είναι όμως πλάσματα απόκοσμα, της δικιάς μου φαντασίας, όπως προήλθαν μέσα από τις σκοτεινές εκκλησίες. Μου αρέσει η κόκκινη μάζα η η μπλέ, όχι όμως αφηρημένη. Θέλω όμως να συμβολίζει κάτι το χρώμα η οι γραμμές. Για αυτό πάντα οι φιγούρες που ζωγραφίζω είναι διαλυμένες και ζουν στα λουλούδια. Ίσως είναι πεθαμένες».
Η κόρη του, η οποία προεδρεύει της εταιρείας Fassianos Estates και η σύζυγός του Μαρίζα Φασιανού έχουν ανακοινώσει τα εγκαίνια ενός μουσείου στο όνομά του, προγραμματισμένα για το φθινόπωρο του 2022 σε ένα παλιό κτίριο στο κέντρο της Αθήνας, πλήρως επανασχεδιασμένο από τον καλλιτέχνη και τον αρχιτέκτονα φίλο του, Κυριάκο Κρόκο.